Ετυμολογικά Σχόλια
θυμοῦται- από το
ουσιαστικό θυμός. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: πρόθυμος, εύθυμος, θυμικό, κυκλοθυμικός.
Νουθετεῖ- από το νους +
τίθημι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: νοήμων, προνοητικός, ανόητος - αθετώ, πρόθεση, καταθέτω,
διάθεση
δῇλον- από το ομηρικό
ασυναίρετο επίθετο ό δέελος, -η, -ο του σπανίου ρήματος δέατο (= φαινόταν) (βλ.
δϊος = θεϊκός, εΰδιος = καθαρός, λαμπρός). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δήλωση, εκδηλώνω, έκδηλος
ἐπιμελείας - από το επί + μέλω (εύχρηστο κυρίως στο γ' πρόσωπο μέλει) = είμαι
αντικείμενο φροντίδας. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: επιμελητής, επιμελής, ατημέλητος
μαθήσεως- το ρήμα μανθάνω
σχηματίζει το θέμα μαθ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: μαθητής, αμάθεια, φιλομαθής, μαθητικός,
μάθημα, πολυμαθής
κτητής -από το ρήμα
κτάομαι -ῶμαι (= αποκτώ)· σχηματίζει το
θέμα κτη-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατάκτηση, κατακτητής, επίκτητος, κτητικός, κτήτορας, κτήμα,
ανάκτηση, απόκτημα
έννοήσαι- από το εν + νοέω
-ώ < νους. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διανόηση, ανόητος, παρανόηση, νουθεσία, επινόηση
άδικοῦντας- από το άδικος
< ά (στερητικό) + δίκη. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δικηγόρος, προδικάζω, ένδικος, αντιδικία
ἡγούνται- από το ρήμα ἡγούμαι από τη ρίζα σαγ- (βλ.
λατινικό sagio), και με μετάπτωση σηγ- το -σ- γίνεται δασεία ΟΜΟΡΡΙΖΑ: καθηγητής,
ηγήτορας, καθοδήγηση, ηγεσία
παρασκευαστόν- από το
ουσιαστικό παρασκευή < παρά, + σκευή (σκεύος). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: συσκευασία,
διασκευάζω, σκευοφυλάκιο
νοῦν- από το
ασυναίρετο νόος άλογίστως - από το αλόγιστος < ά (στερητικό) + λογίζομαι
< λόγος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:συλλογισμός, περισυλλογή, παραλογισμός, διαλογισμός.
τιμωρείται- από το
τιμωρός < τιμή + ώρα (= φροντίδα) ή τιμή + οὖρος (= φρουρός)
έπιχειρών- από το ἐπί + χείρ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: εγχείρηση, διαχειριστής, χειροκροτώ
το ρήμα πράττω σχηματίζει το θέμα πραγ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: πράξη, πραγματικός,
πρακτικός,
ἀγένητον- από το ἀ(στερητικό) + θέμα γεν- του
ρήματος γίγνομαι
τίθημι σχηματίζει ισχυρό
θέμα θη- και ασθενές θέμα θε-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: θέμα, θετός, εκθέτω, έκθεση, σύνθεση,
πρόθεση, αποθήκη, αντίθεση, κατάθεση
ἰδῶν- το ρήμα
όράω -ώ σχηματίζει τα θέματα ορά-, ειδ-, ιδ-, όπ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: τηλεόραση,
ιδεατός, πρόσοψη, διορατικός, είδωλο, είδος, οπτικός, όραμα, ορατός, επόπτης, περίοπτος
ἀποτροπῇς- από το από +
τρέπω που σχηματίζει τα θέματα τρεπ-, τροπ- (με μετάπτωση), τραπ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
προτρέπω, τρέπω, επιτροπή, εκτροπή, τροποποίηση, επιτρεπτός.
δημοσίᾳ- από το
ουσιαστικό δήμος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δημοκρατία, απόδημος, επιδημία, δημοτικός
ἀποδέχονται- από το ἀπό + δέχομαι που ανάγεται στη
ρίζα δεκ-, που γίνεται δοκ- με μετάπτωση. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δέκτης, καταδεκτικός,
ακατάδεκτος, αποδοχή, αποδοχή, ξενοδοχείο.
σκυτοτόμος- από το σκύτος (= δέρμα) + τομή < τέμνω. Σχηματίζει τα
θέματα τεμ- και τομ-, ταμ-, τμη- (με μετάπτωση). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: τόμος, τομέας,
ταμίας, τμήμα, τεμάχιο, άτομο, απότομος, σύντομος
συμβουλεύοντος- από το συν -ι- βουλεύω < βούλομαι ή συν + βουλή <
βούλομαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: βούληση, βουλευτής, συμβουλάτορας, συμβούλιο, κοινοβούλιο
ἀποδέδεικται- από το ἀπό + δείκνυμι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
επίδειξη, ένδειξη, δείκτης, απόδειξη, ενδεικτικός, παράδειγμα, υπόδειξη,
καταδεικνύω
φαίνεται- το ρήμα φαίνομαι
σχηματίζει το θέμα φαν-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: φανερός, διάφανος, επιφανής, επιφάνεια,
εμφανής, έμφαση, προφανής, συκοφάντης, φαινόμενο, φαντασία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου