Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

ΓΝΩΣΤΟ- ΕΝΟΤΗΤΑ 6Η- Ετυμολογικά Σχόλια

Ετυμολογικά Σχόλια
θυμοται- από το ουσιαστικό θυμός. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: πρόθυμος, εύθυμος, θυμικό, κυκλοθυμικός.
Νουθετε- από το νους + τίθημι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: νοήμων, προνοητικός, ανόητος - αθετώ, πρόθεση, καταθέτω, διάθεση
δλον- από το ομηρικό ασυναίρετο επίθετο ό δέελος, -η, -ο του σπανίου ρήματος δέατο (= φαινόταν) (βλ. δϊος = θεϊκός, εΰδιος = καθαρός, λαμπρός). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δήλωση, εκδηλώνω, έκδηλος
πιμελείας - από το επί + μέλω (εύχρηστο κυρίως στο γ' πρόσωπο μέλει) = είμαι αντικείμενο φροντίδας. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: επιμελητής, επιμελής, ατημέλητος
μαθήσεως- το ρήμα μανθάνω σχηματίζει το θέμα μαθ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: μαθητής, αμάθεια, φιλομαθής, μαθητικός, μάθημα, πολυμαθής
κτητής -από το ρήμα κτάομαι -μαι (= αποκτώ)· σχηματίζει το θέμα κτη-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατάκτηση, κατακτητής, επίκτητος, κτητικός, κτήτορας, κτήμα, ανάκτηση, απόκτημα
έννοήσαι- από το εν + νοέω -ώ < νους. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διανόηση, ανόητος, παρανόηση, νουθεσία, επινόηση
άδικοντας- από το άδικος < ά (στερητικό) + δίκη. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δικηγόρος, προδικάζω, ένδικος, αντιδικία
γούνται- από το ρήμα γούμαι από τη ρίζα σαγ- (βλ. λατινικό sagio), και με μετάπτωση σηγ- το -σ- γίνεται δασεία ΟΜΟΡΡΙΖΑ: καθηγητής, ηγήτορας, καθοδήγηση, ηγεσία
παρασκευαστόν- από το ουσιαστικό παρασκευή < παρά, + σκευή (σκεύος). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: συσκευασία, διασκευάζω, σκευοφυλάκιο
νον- από το ασυναίρετο νόος άλογίστως - από το αλόγιστος < ά (στερητικό) + λογίζομαι < λόγος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:συλλογισμός, περισυλλογή, παραλογισμός, διαλογισμός.
τιμωρείται- από το τιμωρός < τιμή + ώρα (= φροντίδα) ή τιμή + ορος (= φρουρός)
έπιχειρών- από το πί + χείρ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: εγχείρηση, διαχειριστής, χειροκροτώ το ρήμα πράττω σχηματίζει το θέμα πραγ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: πράξη, πραγματικός, πρακτικός,
 γένητον- από το (στερητικό) + θέμα γεν- του ρήματος γίγνομαι
τίθημι σχηματίζει ισχυρό θέμα θη- και ασθενές θέμα θε-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: θέμα, θετός, εκθέτω, έκθεση, σύνθεση, πρόθεση, αποθήκη, αντίθεση, κατάθεση
δν- το ρήμα όράω -ώ σχηματίζει τα θέματα ορά-, ειδ-, ιδ-, όπ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: τηλεόραση, ιδεατός, πρόσοψη, διορατικός, είδωλο, είδος, οπτικός, όραμα, ορατός, επόπτης, περίοπτος
 ποτροπς- από το από + τρέπω που σχηματίζει τα θέματα τρεπ-, τροπ- (με μετάπτωση), τραπ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προτρέπω, τρέπω, επιτροπή, εκτροπή, τροποποίηση, επιτρεπτός.
δημοσί- από το ουσιαστικό δήμος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δημοκρατία, απόδημος, επιδημία, δημοτικός
ποδέχονται- από το πό + δέχομαι που ανάγεται στη ρίζα δεκ-, που γίνεται δοκ- με μετάπτωση. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δέκτης, καταδεκτικός, ακατάδεκτος, αποδοχή, αποδοχή, ξενοδοχείο.
 σκυτοτόμος- από το σκύτος (= δέρμα) + τομή < τέμνω. Σχηματίζει τα θέματα τεμ- και τομ-, ταμ-, τμη- (με μετάπτωση). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: τόμος, τομέας, ταμίας, τμήμα, τεμάχιο, άτομο, απότομος, σύντομος
 συμβουλεύοντος- από το συν -ι- βουλεύω < βούλομαι ή συν + βουλή < βούλομαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: βούληση, βουλευτής, συμβουλάτορας, συμβούλιο, κοινοβούλιο
ποδέδεικται- από το πό + δείκνυμι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: επίδειξη, ένδειξη, δείκτης, απόδειξη, ενδεικτικός, παράδειγμα, υπόδειξη, καταδεικνύω
φαίνεται- το ρήμα φαίνομαι σχηματίζει το θέμα φαν-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: φανερός, διάφανος, επιφανής, επιφάνεια, εμφανής, έμφαση, προφανής, συκοφάντης, φαινόμενο, φαντασία



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου