Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ-ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΧΡΗΣΗΣ

ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ ΚΑΙ  Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥΣ

Τελεία ( . )
Η τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της φωνής. Σημειώνεται:
http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/images/arrow_blue.gifστο τέλος μια πρότασης και δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα: Το αυτοκίνητο είναι άσπρο.
http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/images/arrow_blue.gifύστερα από μια συντομογραφία: π.χ., κτλ. Εξαιρούνται μερικές συντομογραφίες που σχετίζονται με τις διευθύνσεις του ορίζοντα, που δεν την παίρνουν, π.χ.: Α= Ανατολή, ανατολικός, ανατολικά, ΝΔ = νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικά κτλ. Όταν πρόκειται, όμως, για προσδιορισμό τόπων, προσθέτουμε στις συντομογραφίες Α, Β κτλ. μια τελεία: η Β. Αμερική, η Ν. Ευρώπη κτλ.
http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/images/arrow_blue.gifσε πολυψήφιους αριθμούς, χωρίζοντας σε τριάδες τα ψηφία με αρχή από τα δεξιά (π.χ., 2.234.456). Οι τετραψήφιοι αριθμοί και οι χρονολογίες δε χρειάζονται τελεία (π.χ., 1821).
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τελεία μετά από ένα απόλυτο αριθμητικό για να νοηθεί ως τακτικό: 9. = ένατος. (Η χρήση αυτή είναι σπάνια.)
Η τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ' επιγραφές και σ' επικεφαλίδες.
Η τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν υπάρχουν εισαγωγικά στο κείμενο, η τελεία σημειώνεται πάντα έξω από αυτά. Το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις χρήσης παρενθέσεων, αγκυλών κτλ. Ωστόσο, όταν μέσα στην παρένθεση υπάρχει ολόκληρη περίοδος, τότε η τελεία σημειώνεται μέσα στην παρένθεση.
Τελεία δεν σημειώνεται μετά το ερωτηματικό, το θαυμαστικό και τα αποσιωπητικά.
Άνω τελεία ( · )
Η άνω τελεία δηλώνει αρκετά στενό νοηματικό σύνδεσμο με τα προηγούμενα και χρησιμεύει για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή παρά με την τελεία και μεγαλύτερη παρά με το κόμμα. Ειδικότερα η άνω τελεία:
Μέσα στην περίοδο χωρίζει ομάδες από προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές χωρίζονται μεταξύ τους με κόμματα, π.χ.: Του Αισχύλου σώζονται τρεις τραγωδίες από τον τρωικό κύκλο, ο Αγαμέμνονας, οι Χοηφόρες, οι Ευμενίδες· του Σοφοκλή, ο Αίας, η Ηλέκτρα και ο Φιλοκτήτης.
Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δυο μέρη της που σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως όταν το δεύτερο επεξηγεί ή έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο, π.χ.: Αυτός δεν ήταν άνθρωπος· ήτανε θεριό, δράκος, του βουνού στοιχειό.  Του πατέρα σου, όταν έλθης,/ δε θα βρης παρά τον τάφο·/ είμαι ομπρός του και σου γράφω/ μέρα πρώτη του Μαγιού. (Σολωμός).
Η άνω τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν υπάρχουν στην πρόταση εισαγωγικά ή παρένθεση, η άνω τελεία σημειώνεται έξω από την παρένθεση ή τα εισαγωγικά.
Παρατήρηση: Η χρήση της άνω τελείας έχει ατονήσει σήμερα· στη θέση της χρησιμοποιείται το κόμμα ή η τελεία. Ένας επιπλέον λόγος για την ολοένα και αραιότερη χρήση της, αποτελεί το γεγονός της μη παρουσία της στο τυποποιημένο πληκτρολόγιο των υπολογιστών. Η εισαγωγή στο κείμενο πρέπει να γίνει με ειδική πληκτρολόγηση. Το σύμβολο της άνω τελείας αντιστοιχεί στο συνδυασμό πλήκτρων Alt+0183 (με το αριθμητικό πληκτρολόγιο). Μια καλή πρακτική, για όσους χρησιμοποιούν κειμενογράφους που το επιτρέπουν, είναι να αντιστοιχηθεί στην άνω τελεία μια απλή λειτουργία αυτόματης διόρθωσης κειμένου · μια απλή, αποτελεσματική και ευκολομνημόνευτη αλληλουχία πλήκτρων είναι τα δύο συνεχόμενα κόμματα ",,".
Κόμμα ( , )
Το κόμμα χρησιμεύει συνήθως για να σημειώσουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα στο εσωτερικό της περιόδου, ή σε μεγάλες φράσεις για να δώσομε ευκαιρία σε αναπνοή, είτε για να κάνουμε το κείμενο να διαβάζετε ευκολότερα (λ.χ. σε θεατρικά κείμενα, διδακτικά βιβλία) ή για να προκαλέσουμε προσδοκία. Το κόμμα είναι το πιο συχνό σημείο της στίξης και η χρήση του είναι απαραίτητη προκειμένου ν' αποφεύγονται παρανοήσεις και η ανάγνωση, ή η απαγγελία, να γίνεται ευκολότερη. Αν και δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες για τη χρήση του κόμματος, σε γενικές γραμμές χρησιμεύει για να χωρίζουμε:
  • Μέσα στην πρόταση του όμοιους αναμεταξύ τους όρους, όταν του παραθέτουμε ασύνδετους, π.χ.: Η θάλασσα ήταν ήρεμη, γαλήνια, καθαρή.
Στην απαρίθμηση επιθέτων μπρος από ένα ουσιαστικό το κόμμα μπαίνει και πριν το τελευταίο επίθετο, όταν αυτό προσδιορίζει το ουσιαστικό ακριβώς όπως και τ' άλλα: Με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα. Αλλά δεν μπαίνει όταν το τελευταίο επίθετο αποτελεί με το ουσιαστικό έννοια που την προσδιορίζουν τα προηγούμενα επίθετα: Με κέρασε άσπρο παλιό κρασί.
  • Την παράθεση και κάθε είδους επεξήγηση: Άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός.– Ο Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ήταν κατοικία των θεών.
  • Την κλητική: Νίκο, σου στέλνω σήμερα το γράμμα.– Πήρα το γράμμα σου, κύριε Γιώργο, και χαίρομαι που είσαι καλά.
  • Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό) επίρρημα στην αρχή της περιόδου, που χρησιμεύει για τη σύνδεση με τα προηγούμενα: Ναι, θα φύγω.– Όχι, δε θέλω.– Τότε, θα συμφωνήσουμε (δηλ. αφού είναι έτσι).
  • Τις κύριες από δευτερεύουσες προτάσεις – τις αιτιολογικές, τελικές (εκτός όταν εισάγονται με το να), αποτελεσματικές, υποθετικές, εναντιωματικές, χρονικές ή που εισάγονται με το χωρίς να, ιδίως όταν αυτές προηγούνται ή όταν είναι μεγάλες, π.χ.: Δεν πρέπει να ξεκινήσομε, γιατί ο καιρός άρχισε να χαλά.– Αν θέλεις, έλα.– Χωρίς να το καταλάβω, μου πήραν το πορτοφόλι.
  • Τις πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις όταν προηγούνται του ρήματος: Το τι έκρυβε η στάση της, ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί. Αλλά: Ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί το τι έκρυβε η στάση της..
  • Το ρήμα και τον αμέσως κατόπι του εμπρόθετο προσδιορισμό που φανερώνει αντίθεση, π.χ.: Περισσότερο έβλαψε, παρά ωφέλησε.
  • Τις συμπλεκτικές προτάσεις, π.χ.: Δε θα πάω στα Χανιά, ούτε στο Ρέθυμνο.– Και γενναίοι άνθρωποι ήταν, και τον εαυτό τους πρόσεχαν.
  • Τις διαζευκτικές προτάσεις, π.χ.: Ή θα σωθούμε, ή θα χαθούμε.
  • Τις αντιθετικές προτάσεις, π.χ.: Δεν έχομε εμείς, μα κάτι θα γίνει.– Ναι μεν είναι ακριβότερο, αλλά είναι το καλύτερο για τη δουλειά μου.
  • Τις συμπερασματικές προτάσεις: Να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε... – Δεν είναι κακός, να (=ώστε να) μη μας δώσει νερό.
  • Το σύνδεσμο και, όταν αυτός έχει σημασία συνδέσμου που χρειάζεται κόμμα, π.χ.: Εσύ μαζεύεις, και (= ενώ) αυτός σκορπά.– Πήγαινε στο καλό, και (= γιατί) δε σ' έχω ανάγκη.
  • Τους όρους μιας πρότασης που συνδέονται με τους συνδέσμους ή, είτε, μήτε, ούτε, όταν είναι περισσότεροι των δυο: Ούτε ο Κώστας, ούτε ο Γιώργος, ούτε Μαρία κατάφεραν να λύσουν το γρίφο. Αλλά: Ούτε ο Μπάμπης ούτε ο Θωμάς είπαν την αλήθεια.
Η δυσκολότερη περίπτωση είναι η θέση ή μη του κόμματος πριν από αναφορική πρόταση που ακολουθεί το υποκείμενο, επειδή η λανθασμένη χρήση του κόμματος έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή του νοήματος της πρότασης:
Τα δέντρα του κήπου που είναι καρποφόρα χρειάζονται λίπασμα.
( Η αναφορική πρόταση εδώ προσδιορίζει άμεσα το υποκείμενο. Καθορίζει ποια δέντρα του κήπου χρειάζονται λίπασμα, δηλαδή όσα δέντρα είναι καρποφόρα και όχι όλα.
Πέταξαν τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει. (= Πέταξαν μόνο εκείνα από τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει).
Τα δέντρα του κήπου, που είναι καρποφόρα, χρειάζονται λίπασμα.
(Εδώ μπορεί να παραλειφθεί η αναφορική πρόταση χωρίς να προκύψει αλλοίωση του νοήματος· δηλαδή τα δέντρα του κήπου, που όπως γνωρίζουμε είναι όλα καρποφόρα, χρειάζονται λίπασμα.)
Πέταξαν τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει. (= Πέταξαν όλα τα ροδάκινα τα οποία είχαν σαπίσει).
Το κόμμα και τα άλλα σημεία της στίξης:
  • Όταν παραθέτουμε τα λόγια κάποιου άλλου σε εισαγωγικά, σημειώνουμε το κόμμα έξω από τα εισαγωγικά μόνο όταν το απαιτεί η πρόταση: Κατορθώσαμε να πει «παραδίνομαι», γιατί τον κουράσαμε πάρα πολύ.
    Αντίθετα, δεν χωρίζουμε με κόμμα τις παρένθετες προτάσεις, μικρές ή μεγάλες, που δηλώνουν ποιος είπε τα λόγια που βρίσκονται στα εισαγωγικά: «Είμαστε έθνος ανάδελφο» είπε ο Πρόεδρος.
    Αν, όμως, αυτού του είδους οι προτάσεις υπάρχουν σε διαλόγους χωρίς εισαγωγικά (εισάγονται δηλαδή με παύλες), χρησιμοποιούνται πάντα με κόμμα:
    – Μπορείτε να πιείτε νερό, μας είπε ο περβολάρης.
  • Δεν σημειώνουμε κόμμα αμέσως μετά το ερωτηματικό και το θαυμαστικό.
Δύο τελείες ( : )
ή διπλή τελεία
ή πάνω και κάτω τελεία
Οι δύο τελείες δηλώνουν ότι θ' ακολουθήσει παράθεμα από ξένο κείμενο, απόφθεγμα, παροιμία ή ευθύς λόγος. Χρησιμοποιείται ακόμη στις περιπτώσεις που αναλύομε ή ερμηνεύομε κάτι που έχομε καταγράψει, π.χ.: Σκεπτόμουν καθαρά τούτο: θα εκτελέσω όσο μπορώ καλύτερα το χρέος μου.
Η λέξη ύστερ' από τις δύο τελείες γράφεται με αρχικό γράμμα κεφαλαίο όταν οι δύο τελείες έχουν τη θέση τελείας.
Παύλα ( – )
Η παύλα δηλώνει αλλαγή του συνομιλητή σ' ένα γραπτό κείμενο διαλόγου όταν δεν χρησιμοποιούνται εισαγωγικά.
Επίσης χρησιμοποιείται για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τ' ακόλουθα, π.χ.: Ξεκίνησαν – μα δε θα φτάσουν ποτέ!
Η χρήση της παύλας δείχνει απότομη αλλαγή ή ανακολουθία στη φράση, π.χ.: Είδα το Μιχάλη προχθές – ο Γιάννης ήταν στο τηλέφωνο.
Η παύλα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί στο τέλος μιας παραγράφου, αμέσως μετά την τελεία, δηλώνοντας ότι έχει ολοκληρωθεί ένα θέμα, μια νοηματική ενότητα. (Σημείωση: Από εδώ βγήκε και η φράση: «τελεία και παύλα», δηλαδή τελείωσε τελείως το ζήτημα.)
Επίσης, η παύλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάλογο, όταν διακόπτεται απότομα ο λόγος, σε αντίθεση με τα αποσιωπητικά, που δηλώνουν κυρίως: παύση, αποσιώπηση, αμηχανία κτλ.:
– Μπορώ να σας μιλή–
– Σταμάτα! Δεν σου επιτρέπω να μιλάς!

Παρένθεση
[ (  ) ]
Διπλή παύλα
( –   – )
Κοινό γνώρισμα και των δύο σημείων στίξης είναι ότι οι λέξεις που περικλείονται σ' αυτά παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μας, λιγότερο ενδιαφέρον. Έχουν όμως και διαφορές μεταξύ τους, τις ακόλουθες:
Η παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει και ν' απομονώσει λέξη ή φράση ολόκληρη που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα, π.χ.: «Ο Όμηρος (Οδύσσεια 490) εξυμνεί τη ζωή.»  «Το αυτοκίνητο (σαράβαλο) αγκομαχούσε στον ανήφορο...»
Παρένθεση χρησιμοποιούμε και μετά από μια περίοδο. Στις περιπτώσεις αυτές προηγείται άνω τελεία ή άλλο σημείο στίξης, π.χ.: «Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν· (Μαβίλης).»  «–Φοβάμαι κάτι χειρότερο! (φεύγουν από τη σκηνή).»
Η παρένθεση επίσης χρησιμεύει για να περικλείσει λέξεις ή φράσεις που μπορούν να παραλειφθούν. Αυτό συχνά το πετυχαίνομε και με τα κόμματα. Η παρένθεση πρέπει να χρησιμοποιείται στην περίπτωση αυτή, όταν τα παρένθετα λόγια αποχωρίζονται καθαρά στο νόημα και στη διατύπωση από το υπόλοιπο κείμενο και δεν υπάρχει σ' αυτό λέξη που αναφέρεται στα λόγια μέσα στην παρένθεση.
Μέσα σε παρένθεση αναγράφονται οι παραπομπές: «Το γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί», είπε ο Παύλος· (Προς Κορινθίους Β' 3.6).
Η παρένθεση μπορεί ν' ακολουθεί ή και να έχει κατόπι της άλλη στίξη, ιδίως κόμμα. Μπορεί και ν' αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα. Η τελεία  μπαίνει πριν κλείσει η παρένθεση όταν η παρένθεση αρχίζει με κεφαλαίο.
Η διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να απομονωθεί μέρος της φράσης, όπως γίνεται και στην παρένθεση. Αυτό γίνεται ιδίως όταν όταν το μέρος αυτό δεν είναι τόσο δευτερότερο ώστε να κλειστεί σε παρένθεση. Το κλείσιμό του μέσα σε κόμματα θα μπορούσε να προκαλέσει ασάφεια, π.χ.: «Ο πατέρας μου –ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε– δεν ήθελε να με κάνει βοσκό.» Επίσης για προσθήκη ή επεξήγηση όπως και η παρένθεση.
Αγκύλες [  ]
Χρησιμοποιούνται για ν' απομονωθεί μια ένδειξη που βρίσκεται ήδη σε παρένθεση.
Εισαγωγικά ( «  » )
Τα εισαγωγικά σημειώνονται στην αρχή και στο τέλος παραθεμάτων: Μου είπε: «Δε σε ξέρω καθόλου».
 Επίσης όταν αναφέρουμε λέξεις ή φράσεις που δεν ανήκουν στην κοινή γλώσσα ή που παίρνουν ένα ιδιαίτερο νόημα ή απόχρωση νοήματος στο λόγο μας: οι παλαιότεροι χρησιμοποιούσαν τη λέξη «σπουδαίος» με διαφορετικό νόημα· σήμαινε το μορφωμένο, το λόγιο.
Τίτλοι βιβλίων, θεατρικών έργων, ονόματα πλοίων, εφημερίδων, επιγραφές κτλ., τοποθετούνται μέσα σε εισαγωγικά.
Επίσης χρησιμοποιούνται για να δηλωθεί μεταφορική χρήση της γλώσσας καθώς και για σχόλιο, ειρωνεία.
Ύστερα από τα εισαγωγικά σημειώνεται, όταν χρειάζεται, η τελεία και η επάνω τελεία. Το κόμμα δε σημειώνεται, εκτός όταν με το κλείσιμο των εισαγωγικών τελειώνει φράση που απαιτεί κόμμα, π.χ.: «Είναι δυο η ώρα» είπε η Μαρία «τα μαγαζιά θα έχουν κλείσει».
Το ερωτηματικό και το θαυμαστικό σημειώνονται μέσα από τα εισαγωγικά του τέλους ( εκτός κι αν δεν ανήκουν στο κείμενο το κλεισμένο μέσα στα εισαγωγικά, και τότε μπαίνουν έξω από τα εισαγωγικά).
Όταν το κείμενο των εισαγωγικών συνεχίζεται και σε καινούργια παράγραφο, ξανασημειώνομε στην αρχή της τα εισαγωγικά του τέλους (»), ενώ η προηγούμενη παράγραφος κλείνει χωρίς εισαγωγικά.
Στη θέση των εισαγωγικών μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα παλιότερα πνεύματα δασεία και ψιλή, μονά ή διπλά ανεστραμμένα (‘ ’ ή “ ”), κυρίως όταν χρειάζεται να υπογραμμιστεί μια λέξη ή φράση, που βρίσκεται ήδη μέσα σε εισαγωγικά.
Όταν ένα τμήμα κειμένου που βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά περιλαμβάνει λέξεις ή προτάσεις που πρέπει να κλειστούν σε άλλα εισαγωγικά, τότε χρησιμοποιούμε τα «ανωφερή εισαγωγικά» ή «διπλά κόμματα» (“ ” ή “ „).
Τα εισαγωγικά δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν σε λέξεις που τυπώνονται με διαφορετική γραμματοσειρά. Αυτό συνήθως εφαρμόζεται στις περιπτώσεις παράθεσης μίας λέξης ή ενός τίτλου βιβλίου κτλ.
Εισαγωγικά επίσης χρησιμοποιούμαι στους διαλόγους, όταν δεν γίνεται χρήση της παύλας (για να διακρίνονται τα πρόσωπα):
«Τι είναι η ζωή;» μονολόγησε ο γερο-Θόδωρος.
«Ένα ποτήρι νερό» συμπλήρωσε ο Γιάννης.
Όταν στους διαλόγους χρησιμοποιούνται παύλες, παραθέτουμε σε εισαγωγικά τους εσωτερικούς διαλόγους· δηλαδή, τα λόγια που σκέφτονται ή ανακαλούν τα πρόσωπα των διαλόγων:
– Περάστε, κύριε Γιώργο. Εδώ έχει δροσιά.
«Είναι καλύτερα να περάσω τώρα» σκέφτηκε ο κυρ-Γιώργος.
–Φχαριστώ κυρα-Φρόσω, έρχομαι.
Ομοιωματικά
( » )
Σημειώνονται για να μην επαναληφθεί λέξη που γράφτηκε ακριβώς στο ίδιο σημείο της προηγούμενης σειράς γραπτού κειμένου.
Θαυμαστικό
( ! )
Χρησιμοποιείται ύστερα από ένα επιφώνημα ή μια έκφραση που δηλώνει θαυμασμό, προσταγή, χαρά, ελπίδα, φόβο, ένα ξαφνικό αίσθημα, πάθος ή άλλο συναίσθημα, π.χ.: Ζήτω! Μακάρι! Πήγαινε! Ντροπή! Ίσια το τιμόνι! πρόσταξε ο πατέρας.
Το θαυμαστικό που δηλώνει ειρωνεία ή που σημειώνεται για να υπογραμμιστεί κάτι απίστευτο ή ανόητο, και που αναφέρεται σε λέξη μόνο της πρότασης, το βάζομε σε παρένθεση, π.χ.: Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα(!) στον Όλυμπο.– Η Σούλα είναι σπουδαία(!) νοικοκυρά.
Σημειώνουμε θαυμαστικό και σε προτάσεις ερωτηματικού τύπου αλλά πραγματικά επιφωνηματικές, π.χ.: Που καταντήσαμε! Και πιστεύεις κι εσύ τέτοια πράματα!
Το θαυμαστικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που κλείνονται σ' αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια, π.χ.: «Ζήτω η Ελλάδα!» βροντοφώναξε.– Και ποιος δε θυμάται του Λεωνίδα το «μολών λαβέ»!
Η λέξη ύστερα από θαυμαστικό (εκτός όταν αυτό συνοδεύει ένα επιφώνημα) γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζομε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Ίσια τα πανιά!» πρόσταξε ο καπετάνιος.
Όταν η επιφωνηματική πρόταση αρχίζει από επιφώνημα, παραλείπουμε συνήθως από αυτό το θαυμαστικό: Αχ, και να φυσούσε λίγο!
Τα επιφωνήματα που παρατείνουν το τελευταίο φωνήεν, γράφονται κιόλας έτσι, π.χ.: άαα! ήταν φανταστικό!, έεε! πρόσεχε!, ώωω! την πατήσαμε!, άααχ!, πωπώωω!, όφουουου!, όχουουου!, άουουου! κτλ.
Το θαυμαστικό και τα άλλα σημεία της στίξης:
Για το θαυμαστικό ισχύουν τα ίδια που ισχύουν για το ερωτηματικό.
Ερωτηματικό
( ; )
Τοποθετείται στο τέλος κάθε ευθείας ερωτηματικής πρότασης, π.χ.: Θα πάμε για καφέ;– Είναι καλός χτίστης ο Γιάννης;
Η πλάγια ερώτηση δε χρειάζεται ερωτηματικό, π.χ.: Με ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα.– Δεν έμαθα που πήγε.
Τοποθετημένο μετά μια λέξη, σε παρένθεση, δηλώνει ειρωνεία ή αμφιβολία ή αμφισβήτηση, π.χ.: Περηφανευόταν πως ήταν ο καλύτερος(;) κυνηγός.
Σε σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην τελευταία, όταν οι ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση: Θέλεις να μείνεις μόνος, να υποφέρεις, να καταντήσεις αλκοολικός; Αλλά: Γιατί άργησες; πού ήσουν; τι έκανες; (Παρατήρηση: στην περίπτωση μικρών προτάσεων δεν είναι αναγκαίο το πρώτο γράμμα μετά το ερωτηματικό να είναι κεφαλαίο. Αλλά: Μάνα τι έχεις και βογκάς; Τι κακό σου 'καμε ο γιος σου; Σε παράκουσε, λόγο σου αντιγύρισε ποτέ;
Οι διμερείς (ή πολυμερείς) ερωτήσεις παίρνουν ερωτηματικό στο πρώτο μέρος και τελεία στο δεύτερο, που διαζευγνύετε από το πρώτο, π.χ.: Έρχεσαι σα φίλος; ή σαν εχθρός.– Αυτό είναι κουνουπίδι; είναι λάχανο; ή είναι μπρόκολο.
Το ερωτηματικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που κλείνονται σ' αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια, π.χ.: «Πού πάμε;» βροντοφώναξε.– Ποιος είπε το «μολών λαβέ»;
Η λέξη ύστερα από ερωτηματικό γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζομε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Είστε καλά;» ξαναρώτησε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Το ερωτηματικό και τα άλλα σημεία της στίξης:
  • Δεν μπαίνει ποτέ κόμμα μετά από ερωτηματικό: – Πάλι πήρες άδεια από τη σημαία; με ρώτησε γελώντας πονηρά.
    Παρατήρηση: η ίδια πρόταση μπορεί να γραφεί ισοδύναμα με τη χρήση του κόμματος, αλλά χρησιμοποιώντας εισαγωγικά: «Πάλι πήρες άδεια από τη σημαία;» με ρώτησε γελώντας πονηρά.
  • Το ερωτηματικό σημειώνεται μέσα στην παρένθεση, στα εισαγωγικά, τις διπλές παύλες κτλ., μόνον όταν ολόκληρη η ευθεία ερώτηση είναι παρενθετική: Μας άφησε να σκεφτόμαστε διάφορα (μήπως ήταν κι η πρώτη φορά;), πριν μας εξηγήσει ...
  • Όταν υπάρχουν αποσιωπητικά, το ερωτηματικό σημειώνεται πριν από αυτά:
    – Είναι λογικό να μη μας λέει τίποτα;...
  • Όταν υπάρχουν εισαγωγικά, το ερωτηματικό μπαίνει  μέσα σ' αυτά, εκτός κι αν δεν ανήκει στο κείμενο που βρίσκεται μέσα σ' αυτά: «Τι καιρό κάνει σήμερα;» με ρώτησε η Μαρία.
    Αλλά: Σε ρώτησε πράγματι «Τι καιρό κάνει σήμερα;»; Η Μαρία με ρώτησε: «Τι καιρό κάνει σήμερα;».
Αποσιωπητικά ( ... )
Τα αποσιωπητικά σημειώνονται όταν δεν τελειώνουμε τη φράση. Επίσης όταν σε παράθεμα από συγγραφέα παραλείπομε ένα τμήμα φράσης ή και φράσεις ολόκληρες· στις περιπτώσεις αυτές τα αποσιωπητικά τοποθετούνται μέσα σε αγκύλες: Για την απάντηση στο ερώτημα των εξετάσεων, δείτε στη σελίδα 41 του βιβλίου την παράγραφο: «Από τη σοβαρότητα [...] είναι επανάσταση των ιδεών.».
Με τα αποσιωπητικά δηλώνεται επίσης θαυμασμός, ειρωνεία, συγκίνηση, φόβος, δισταγμός, ντροπή, περιφρόνηση, απειλή κτλ., για όσα θα σημειωθούν αμέσων κατόπιν, π.χ.: «Μην ξανάρθεις αδιάβαστος, γιατί...»  «Κι έπειτα... έπειτα όλα τέλειωσαν.»
Aποσιωπητικά σημειώνομε, σ' ορισμένες περιπτώσεις, και μετά από θαυμαστικό ή ερωτηματικό, στις περιπτώσεις αυτές δείχνουν ένα σταμάτημα στην ομιλία, π.χ.: «Και τι δε θα 'κανα! ... Φτάνει να μ' άφηνες.» «Πώς μας θωρείς ακίνητος; ...»
Αποσιωπητικά χρησιμοποιούμε και στην περίπτωση δισταχτικής ομιλίας, χωρίς ν' αποσιωπούμε τίποτα, προκειμένου να τονιστούν εκείνα που θ' ακολουθήσουν.
Σημείωση: Η αγγλική ονομασία των αποσιωπητικών (ellipsis) και ο αντίστοιχος δεκαδικός κωδικός ASCII, μου υποδείχθηκαν από τον Σεμπαστιάν Νικολάου (www.sebdesign.eu), τον οποίο και ευχαριστώ.
Αστερίσκος
( * )
Στο τέλος μιας λέξης δηλώνει παραπομπή σε υποσημείωση κειμένου. Σε φιλολογικά κείμενα στην αρχή μια λέξης δηλώνει ότι η λέξη είναι υποθετική. Κοντά σε μια χρονολογία δηλώνει τη γέννηση ενός προσώπου.
Ενωτικό ( - )
Βάζουμε ενωτικό στο τέλος της αράδας όταν η λέξη δε χωράει ολόκληρη και θα πρέπει να συλλαβιστεί.
Σημειώνεται ενωτικό συνήθως σε μακρόσυρτες συνθέσεις λέξεων: κοινωνικο-οικονομικός. Απαραίτητο είναι όταν σε περίπτωση βραχυλογίας χρησιμοποιούνται δύο παράλληλες λέξεις: πρωί-βράδυ, μέρα-νύχτα.
Βάζουμε ενωτικό ύστερα από τα προταχτικά: αγια-, αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-, όταν πάνε μπροστά από κύριο όνομα, π.χ.: αγια-Μαρίνα, αϊ-Γιώργης, γερο-Δήμος, κυρα-Ρήνη, μαστρο-Νικόλας, μπαρμπα-Γιάννης, παπα-Κωστής κτλ. Οι προταχτικές λέξεις δεν παίρνουν τόνο.
Χρησιμοποιούμε ενωτικό στην απαρίθμηση ή παράθεση σταθμών δρομολογίων, π.χ.: Η γραμμή Ηρακλείου - Χανίων. Το ταξίδι Πειραιά - Ηράκλειο διαρκεί δέκα ώρες.
Τοποθετούμε ενωτικό στα σύνθετα παραθετικά, δηλαδή σε ονοματικά σύνολα που αποτελούνται από δύο ομοιόπτωτες λέξεις με ιδιαίτερη σημασιολογική σημασία, π.χ.: ταξίδι-αστραπή, λέξη-κλειδί, πλοίο-φάντασμα κτλ.
Στις περιπτώσεις ελληνικών ή ξενικών κυρίων ανθρωπονυμικών ονομάτων που αποτελούνται από δύο μικρά ονόματα, σημειώνεται το ενωτικό μόνο όταν χρησιμοποιούνται και τα δύο μαζί για να προσδιορίσουν τον ίδιο άνθρωπο: Ζακ-Υβ Κουστό, Αντρέ-Μαρί Αμπέρ, Άννα-Μαρία κτλ. Αντίθετα, όταν υπάρχουν δύο μικρά ονόματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, τότε το ενωτικό δε σημειώνεται: Αντώνιος Εμμανουήλ Κατακουζηνός, Ηλέκτρα Ελένη Μαυρογένη· αλλά, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης.
Το ενωτικό χρησιμοποιείται σ' όλες τις περιπτώσεις των ελληνικών ονομάτων με δύο επώνυμα: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Κατερίνα Περισυνάκη-Κουτρούλη.
Βάζουμε ενωτικό σε εμπορικούς τίτλους ή επωνυμίες επιχειρήσεων, π.χ.: Αγραφιώτης - Πουρνάρας και Σία.
Το ενωτικό σημειώνεται στο τέλος ή στην αρχή ενός γλωσσικού τύπου, για να δειχτεί πως αυτός δε γράφεται ολόκληρος: μονο-, δηλαδή λέξεις που αρχίζουν από το μονο.
Σημειώνουμε το ενωτικό σε φράσεις που λειτουργούν ως ένα όνομα: το σ' αγαπώ-σε-μισώ, ο φίλος μου ο Αυτός-που-γίνεται-τύφλα κτλ.
Δεν παίρνουν ενωτικό τα κυρ, πάτερ και καπετάν, π.χ:: ο κυρ Αντώνης, ο πάτερ Γεώργιος, ο καπετάν Μιχάλης κτλ.
Το ενωτικό ανάμεσα σε όμοιες λέξεις συνήθως αποφεύγεται, π.χ.: Προχώρα σιγά σιγά. Περπατούσαμε άκρη άκρη στο δρόμο.
Υποδιαστολή
( , )
Σημειώνεται στην αναφορική αντωνυμία ό,τι (= καθετί) και στο χρονικό σύνδεσμο ό,τι (= μόλις): ό,τι μου πεις θα το κάμω.–  Ό,τι ήρθε.
Σ' ένα δεκαδικό αριθμό χωρίζει το ακέραιο μέρος από το δεκαδικό: (3,14).
Απόστροφος
( ' )
Σημειώνεται στην έκθλιψη: απ' αυτά· στην αφαίρεση: μου 'πε· στην αποκοπή: φέρ' το.
Παράγραφος ( § )
Δηλώνεται μικρή διακοπή στο λόγο, ιδίως όταν ο λόγος προχωρεί σε διαφορετικό κύκλο ιδεών. Η έναρξη παραγράφου δηλώνεται με αλλαγή σειράς, και το ξεκίνημα της γραφής λίγο πιο μέσα από τη συνηθισμένη αρχή της σειράς.
Συν, πλην ( ± )
Όταν βρίσκεται κοντά σε μια χρονολογία, σημαίνει το περίπου, τη μη βεβαιότητα σε σχέση με τη χρονολογία.
Αριθμοί και σημεία στίξης
Το κόμμα χρησιμοποιείται για να χωρίζει τις ακέραιες μονάδες από το δεκαδικό μέρος του αριθμού. Οι πολυψήφιοι αριθμοί παριστάνονται ανά ομάδες τριών ψηφίων· κάθε ομάδα τριών ψηφίων χωρίζεται από την προηγούμενη ή την επόμενη με σταθερό ημιδιάστημα. Τα δεκαδικά ψηφία δεν χωρίζονται μεταξύ τους. Εναλλακτικά, στη  θέση του ημιδιαστήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί η τελεία. Για παράδειγμα:
Η απόσταση μεταξύ αυτών των δύο περιοχών είναι 1 256 456,1256 μέτρα. Το βάρος του χαμένου φορτίου ήταν 2.526.253,145 κιλά.
Ο διαχωρισμός σε ομάδες των τριών ψηφίων δεν συνηθίζεται στην περίπτωση των χρονολογιών. Για παράδειγμα:
Η Επανάσταση του 1821. Η καταστροφή του συντελέστηκε το 4500 π.Χ. Η περιοχή κατοικήθηκε πολύ πριν το 10500 π.Χ.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

ΑΔΙΔΑΚΤΟ-ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΟΛΥΝΘΙΑΚΟΣ (ΠΑΡ 16-17)

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΟΛΥΝΘΙΑΚΟΣ  (ΠΑΡ 16-17)

Εγὼ δ᾽ οὐκ ἀγνοῶ μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦθ᾽ ὅτι πολλάκις ὑμεῖς οὐ τοὺς αἰτίους, ἀλλὰ τοὺς ὑστάτους περὶ τῶν πραγμάτων εἰπόντας ἐν ὀργῇ ποιεῖσθε, ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ· οὐ μὴν οἶμαι δεῖν τὴν ἰδίαν ἀσφάλειαν σκοποῦνθ᾽ ὑποστείλασθαι περὶ ὧν ὑμῖν συμφέρειν ἡγοῦμαι.Φημὶ δὴ διχῇ βοηθητέον εἶναι τοῖς πράγμασιν ὑμῖν, τῷ τε τὰς πόλεις τοῖς Ὀλυνθίοις σῴζειν καὶ τοὺς τοῦτο ποιήσοντας στρατιώτας ἐκπέμπειν, καὶ τῷ τὴν ἐκείνου χώραν κακῶς ποιεῖν καὶ τριήρεσι καὶ στρατιώταις ἑτέροις· εἰ δὲ θατέρου τούτων ὀλιγωρήσετε, ὀκνῶ μὴ μάταιος ἡμῖν ἡ στρατεία γένηται.

Α. Να μεταφραστεί το κείμενο.

Β1. Να βρεθούν όλα τα απαρέμφατα του κειμένου και να αναγνωρισθούν συντακτικώς.

Β2.  ἐκβῇ : Να γραφούν το απαρέμφατο και οι μετοχές και στα τρία γένη στο χρόνο και στη φωνή που βρίσκεται ο τύπος.

Οἶμαι : Να γραφεί στο ίδιο πρόσωπο στην οριστική του Παρατατικού.

ἡ στρατεία : Να γραφεί η γενική πληθυντικού.


Γ1. Να εντοπίσετε και να αναγνωρίσετε τον υποθετικό λόγο.



ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

1) Ξεκινάμε με μια γενική αναφορά στο νόημα ολόκληρου του κειμένου, εκμεταλλευόμενοι πάντα το αν υπάρχει κάποια αφορμή για τον συντάκτη να εκπονήσει το απόσπασμα «Γενικά ο συντάκτης του κειμένου (με αφορμή…) αναφέρει / αναφέρεται, παρουσιάζει, προβάλλει, τονίζει…».

2) Ακολουθεί το θεματικό κέντρο του κειμένου (ολοκληρώνει την προηγούμενη περίοδο).

3) Με τη χρήση κατάλληλης διαρθρωτικής λέξης ή φράσης (π.χ. Αρχικά) συνδέουμε την πρώτη περίοδο με την δεύτερη, η οποία αποτελεί ουσιαστικά περιληπτική διατύπωση της πρώτης παραγράφου.

4) Ακολουθούμε την ίδια διαδικασία, με βάση τις σημειώσεις που κρατήσαμε ή τους πλαγιότιτλους της κάθε παραγράφου.

5) Για την συνοχή της περίληψης χρησιμοποιούμε κατάλληλες συνδετικές λέξεις και ενδεικτικά ρήματα σε ενεργητική ή παθητική σύνταξη για ποικιλία.


6) Κλείνουμε την περίληψη με την φράση «Τέλος ο συντάκτης καταλήγει…» ή «Ο συντάκτης καταλήγει λέγοντας…», όπου και παραθέτουμε τις σημειώσεις ή τον πλαγιότιτλο από την τελευταία παράγραφο του κειμένου. 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ – ΘΕΩΡΙΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ – ΘΕΩΡΙΑ
Η περίληψη είναι μια ενιαία μορφή κειμένου που περιλαμβάνει τη συνοπτική διατύπωση των βασικών σημείων, επιχειρημάτων, πληροφοριών και ιδεών ενός ευρύτερου κειμένου. Αποτελεί ένα ενιαίο οργανωμένο σύνολο με συνοχή και ειρμό που μπορεί να υποκαταστήσει το αρχικό κείμενο (η έκτασή της ορίζεται στο 1/3 του αρχικού κειμένου).
Η περιληπτική απόδοση του νοήματος ενός κειμένου ή η απλούστευση και η συνοπτική απόδοση των νοημάτων του πρέπει να γίνεται μεθοδικά και να στηρίζεται στους ακόλουθους βασικούς κανόνες:

1) Μελέτη του κειμένου και καταγραφή των βασικών θέσεων-ιδεών του
-Εδώ γίνεται προσεκτική ανάγνωση του κειμένου, ώστε να διακρίνουμε πρόλογο, κύριο μέρος και επίλογο. Ακόμα, πρέπει να επισημάνουμε το νοηματικό κέντρο, δηλαδή το γεγονός ή το πρόβλημα που πραγματεύεται ο συγγραφέας, και να εντοπίσουμε άγνωστες λέξεις ή φράσεις, που θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε με τη βοήθεια των συμφραζομένων ή του ευρύτερου νοήματος του κειμένου.
-Έπειτα ακολουθεί δεύτερη ανάγνωση του κειμένου, κατά την οποία χωρίζουμε το κείμενο σε παραγράφους και ευρύτερες θεματικές ενότητες. Έτσι θα κατανοήσουμε τη σειρά με την οποία παραθέτει ο συγγραφέας τα γεγονότα ή τις ιδέες, καθώς και με ποια μέθοδο (οι μέθοδοι είναι οι εξής: χρονολογική σειρά, πλεονεκτήματα-μειονεκτήματα, αίτιο-φαινόμενο-αποτέλεσμα, στοιχεία τοπικού χαρακτήρα, αξιολογική σειρά-δηλαδή με βάση τη σημασία τους- από το πιο σημαντικό προς το λιγότερο σημαντικό).
-Στη συνέχεια εντοπίζουμε τη θεματική περίοδο κάθε παραγράφου ξεχωριστά, διακρίνουμε τις σημαντικότερες λεπτομέρειες, υπογραμμίζουμε φράσεις ή λέξεις κλειδιά και δίνουμε πλαγιότιτλους.
-Τέλος, αφού κάνουμε μια τελική ανάγνωση του κειμένου, ώστε να μην έχουμε παραλείψει κάποια σημαντική λεπτομέρεια, διαμορφώνουμε ένα γενικό σχεδιάγραμμα του κειμένου.
2) Επιλογή στοιχείων που θα χρησιμοποιηθούν στο σχεδιάγραμμα της περίληψης
Τώρα αξιοποιούμε τους πλαγιότιτλους των παραγράφων που απαρτίζουν το κείμενο και τους οργανώνουμε σ’ ένα σχεδιάγραμμα. Το σχεδιάγραμμα αυτό είναι απαραίτητο να έχει δομή παρόμοια με εκείνη της παραγράφου, δηλαδή θεματική πρόταση (αναφορά στην κεντρική ιδέα των νοημάτων που υπάρχουν στο κείμενο), σχόλια ή λεπτομέρειες (σύντομη ανάπτυξη των πλαγιότιτλων) και προαιρετικά πρόταση-κατακλείδα (τελικό συμπέρασμα).


● Τι πρέπει να προσέχουμε στην περίληψη
1.Σε γενικές γραμμές ακολουθούμε το σχεδιάγραμμα της περίληψης, δηλαδή τη σειρά των παραγράφων του κειμένου (Τη σειρά την παραβιάζουμε μόνο αν υπάρχει αποσπασματικότητα στο κείμενο, δηλαδή λόγου χάρη τα αίτια ενός προβλήματος βρίσκονται στην 3η, 5η και 7η παράγραφο).
2.Δεν σχηματίζουμε περίληψη για καθεμιά από τις παραγράφους του κειμένου και μετά απλά ενώνουμε τις επιμέρους περιλήψεις, διότι υπάρχει ο κίνδυνος να γραφούν μη απαραίτητα στοιχεία και να μην υπάρχει αλληλουχία νοήματος και συνοχή.
3.Τηρούμε τη χρονική σειρά του αρχικού κειμένου και στην περίληψη.
4.Η περίληψη αποτελεί προσωπική εργασία του γράφοντος και επομένως είναι ανάγκη να αντανακλάται σ’ αυτή το προσωπικό του ύφος. Συνεπώς δεν χρειάζεται να αποτελεί πλήρη και άκριτη μίμηση του ύφους, της διατύπωσης και του λεξιλογίου του συγγραφέα.
5.Οι λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούνται αυτούσιες από το κείμενο στην περίληψη πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες και να δίνονται σε εισαγωγικά, χωρίς βέβαια να υπάρχει και αλλοίωση του νοήματος.
6.Συχνά ο συγγραφέας απευθύνεται σε ανώνυμους ή και φανταστικούς αναγνώστες. Στο κείμενο του μπορεί είτε να ταυτίζεται με αυτούς χρησιμοποιώντας το «εμείς» είτε να αποστασιοποιείται από αυτούς χρησιμοποιώντας το «αυτοί». Αυτές οι διακρίσεις διατηρούνται μέσα στην περίληψη, όπως επίσης διατηρείται η οπτική γωνία του συγγραφέα, π.χ. αν ένας συγγραφέας αναφέρεται σε νέους σε γ’ πρόσωπο, γιατί ο ίδιος δεν είναι πια νέος, δεν πρέπει ο γράφων, επειδή είναι νέος να χρησιμοποιεί το «εμείς».
7.Αποφεύγουμε τις υπερβολικές γενικεύσεις και αφαιρέσεις. Αυτό επιτυγχάνεται με: απόδοση εννοιών της ίδιας οικογένειας με έναν περιεκτικό όρο (π.χ.: οι εφημερίδες και τα περιοδικά μέσα ενημέρωσης), αντικατάσταση δευτερευουσών προτάσεων από μετοχές, σύμπτυξη στην ίδια περίοδο των νοημάτων δύο ή περισσότερων παραγράφων, όπου υπάρχει συνάφεια περιεχομένου.
8.Αποφεύγουμε τα παραδείγματα, την απαρίθμηση εννοιών, τις ερωτήσεις, τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές, τις παρενθέσεις, τις επεξηγήσεις, τις συγκρίσεις και τις επαναλήψεις.
9.Χρησιμοποιούμε πλάγιο λόγο.
10.Δεν κάνουμε κριτική, σχολιασμό ή αξιολόγηση του αρχικού κειμένου.
11.Είναι προτιμότερη η παθητική σύνταξη, επειδή δίνει έμφαση στο αποτέλεσμα της ενέργειας του υποκειμένου).
12.Επιλέγουμε κατάλληλες διαρθρωτικές λέξεις και φράσεις.

● Χρήσιμα ρήματα για την περίληψη κειμένου

αναλύει, αναλύεται / αναφέρει, αναφέρεται / αντικρούει, αντικρούεται / διευκρινίζει, διευκρινίζεται / εξηγεί, επισημαίνει, επισημαίνεται / προτείνει, προτείνεται / συμπεραίνει / τονίζει, τονίζεται / απευθύνεται / δηλώνει, δηλώνεται / διακρίνει, διακρίνεται / διατυπώνει, διατυπώνεται θίγει το θέμα / καταλήγει / παρουσιάζει, παρουσιάζεται / προσθέτει / υπαινίσσεται / υπογραμμίζει, υπογραμμίζεται / υποστηρίζει, υποστηρίζεται

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

ΕΚΘΕΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ-Δικαιώματα τρίτης γενιάς

Δικαιώματα τρίτης γενιάς

Στο κατώφλι του αιώνα που έρχεται διαπιστώνουμε μια ευπρόσδεκτη αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
 Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ιστορική κατάκτηση. Από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, που αποτελεί αφετηρία και ορόσημο μιας αργόσυρτης διεργασίας, σημειώθηκε μεγάλη πρόο­δος. Αρκεί να θυμηθούμε τη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και τη διαρκή διεύρυνσή τους, την αναγνώριση έπειτα πολιτικών και, τέλος, την καθιέρωση κοινωνικών δικαιωμάτων. Το τρίπτυχο αυτό εμπλουτίστηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την υιοθέτηση νέων δι­καιωμάτων, τα οποία δεν είναι πάντοτε εύκολο, λόγω του περιεχομένου τους, να ενταχθούν σε μία από τις τρεις παραδοσιακές κατηγορίες τους. Πρόκειται για τα δικαιώματα που, με κάποια δόση αμηχανίας, συνηθίζουμε να αποκαλούμε «δικαιώματα τρίτης γενιάς». Οι ριζικές αλλαγές που συντελούνται στις ημέρες μας στηρίζονται στις έως τώρα κατακτή­σεις στην περιοχή των δικαιωμάτων. Οι κατακτήσεις αυτές αποτελούν, άλλωστε, το θεμέλιο και το βάθρο τους. Γι' αυτό ακριβώς πρέπει να τις θεωρήσουμε ως αδιαπραγμάτευτο κεκτημένο.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η συνακόλουθη απελευθέρωση τεράστιων δυνατοτήτων που μπορεί να αξιοποιήσει κάθε άνθρωπος συνεπάγονται νομοτελειακά τον εμπλουτισμό του περιεχομένου πολλών δικαιωμάτων αλλά και την ανάδειξη νέων δικαιωμάτων. Την πραγματικότητα αυτή καλείται να αντιμετωπίσει τόσο ο νομοθέτης όσο και ο δικαστής. Οι συνθήκες στις οποίες ζει και δραστηριοποιείται σήμερα ο άνθρωπος δημιουργούν νέα δεδομένα που μεταλλάσουν το περιεχόμενο και τη λειτουργία πολλών παραδοσιακών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία της επικοινωνίας και η προστασία της ιδιωτικής ζωής. Τη σημασία και την προβολή τους σε κάθε επιμέρους δικαίωμα πρέπει να διερευνά ο δικαστής, ερμηνεύοντας δημιουργικά και με αίσθηση ιστορικής ευθύνης τις διατάξεις τόσο του Συντάγματος όσο και των διεθνών συμβάσεων.
Ορισμένες φορές είναι πάντως επιβεβλημένη όχι απλώς η θεμελίωση νέων δικαιωμάτων στη μήτρα υπαρχόντων αλλά και η καθιέρωση νέων δικαιωμάτων εξ υπαρχής. Σε ανάλογες περιπτώσεις, η ερμηνευτική ευθυκρισία και η διορατικότητα του δικαστή αποδεικνύονται κατά κανόνα ανεπαρκείς. Η πρωτοβουλία ανήκει τότε στο νομοθέτη, που καλείται να δαμάσει την πραγματικότητα με τη διεύρυνση και την επαύξηση της προστασίας των δι­καιωμάτων. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει ο δημιουργικός ρόλος του για την ενίσχυση της αυτονομίας και της ελευθερίας του ανθρώπου. Έτσι, δικαιώ­ματα, όπως το δικαίωμα στο περιβάλλον, το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό, ο έλεγχος των εφαρμογών της βιοιατρικής εγχαράσσονται ήδη σε πολλά νέα ευρωπαϊκά συντάγματα και διεθνείς συνθήκες.
Η επαύξηση του συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων και η διε-θνοποίησή του συνέχεται με μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διεργασία. Νέοι θεσμοί αναπτύσσονται στο επίπεδο τόσο της κοινωνίας όσο και της πολιτεί­ας. Στο επίπεδο της κοινωνίας συναντούμε ιδίως τη δράση Μη Κυβερνητι­κών Οργανώσεων που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, προσπαθώντας να συμβάλουν στην αντιμετώπιση προβλημάτων τα οποία προσλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερη ένταση. Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις φυτρώνουν έτσι σαν μανιτάρια, ιδίως σε περιοχές «υψηλού κινδύνου» για τα δι­καιώματα του ανθρώπου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι οργανώσεις για την προστασία των μειονοτήτων, την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, την προστασία του περιβάλλοντος, την πα­ροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε χειμαζόμενους λαούς ή κοινωνικές ομά­δες και τη μέριμνα για την υποστήριξη των προσφύγων.
Στο επίπεδο της πολιτείας αξίζει, εξάλλου, να επικεντρώσουμε την προ­σοχή μας σε δύο κυρίως θεσμικές καινοτομίες: την ίδρυση ανεξάρτητων δη­μόσιων αρχών και τη σύσταση συμβουλευτικών επιτροπών που συμβάλλουν στην προστασία των δικαιωμάτων. Οι ανεξάρτητες αρχές λειτουργούν σε ευαίσθητες για την ελευθερία περιοχές, έχουν ως αποστολή την ανάσχεση καταχρήσεων όχι μόνο της κρατικής αλλά και κάθε μορφής ιδιωτικής εξου­σίας, είναι ανοικτές στην κοινωνία και λογοδοτούν στο Κοινοβούλιο. Η δράση τους σε ζητήματα που ανήκαν έως το πρόσφατο παρελθόν στην αρ­μοδιότητα ιδίως της κυβέρνησης προκαλεί ορισμένες φορές τριβές και εντάσεις, λειτουργεί όμως ως προστατευτική ασπίδα για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Τέλος, με τη δημιουργία συμβουλευτικών επιτροπών που απο­τελούνται από εκπροσώπους οργανώσεων, της επιστήμης και της διοίκησης επιχειρείται να δημιουργηθούν δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ της κοινωνίας και της πολιτείας. Χαρακτηριστικά είναι εν προκειμένω τα παραδείγματα της σύστασης της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ή της Εθνικής Επιτροπής για τη Βιοηθική.
           Από τον ημερήσιο Τύπο

Παρατηρήσεις:

1.      Να γράψετε την περίληψη του κειμένου σε  120-140 λέξεις.
                                                                                                             (Μονάδες 25)

2.      Να δώσετε έναν νέο τίτλο που να αποτυπώνει την ουσία του άρθρου.
                                                                                                               (Μονάδες 5)

3.      Να σχολιάσετε την αναγκαιότητα της διεθνοποίησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε μία παράγραφο 80-100 λέξεων.
                                                                                                             (Μονάδες 10)

4.      Ποιος τρόπος πειθούς χρησιμοποιείται στη 2η παράγραφο του κειμένου;
                                                                                                             (Μονάδες 10)

5.      «Οι ριζικές αλλαγές… κεκτημένο»: να βρείτε τη συλλογιστική πορεία του επιχειρήματος και να το αξιολογήσετε.
                                                                                                               (Μονάδες 6)

6.      Αναζωογόνηση, επιβεβλημένη, ανάσχεση, δίαυλοι: να γράψετε από ένα συνώνυμο για καθεμιά από τις παραπάνω λέξεις.
                                                                                                               (Μονάδες 4)

7.      Παρά την εκδήλωση ενδιαφέροντος από την πλευρά των κυβερνήσεων και των διαφόρων φορέων για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στις μέρες μας η ανελέητη καταπάτησή τους εξακολουθεί να αποτελεί κοινωνική πληγή. Προσπαθήστε να συνθέσετε ένα κείμενο 600 λέξεων, προορισμένο να εκφωνηθεί στη Βουλή των Εφήβων, στο οποίο θα παρουσιάσετε τα βασικότερα κατά τη γνώμη σας, δικαιώματα του ανθρώπου, τα αίτια καταστρατήγησής τους σήμερα καθώς και ποια πρέπει να είναι η στάση κάθε συνειδητοποιημένου πολίτη απέναντι στις παραβιάσεις τους.

                                                                                                             (Μονάδες 40)

ΕΚΘΕΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ-Γιατί ο πόλεμος;

Γιατί ο πόλεμος;
Σε τι έγκειται το πρόβλημα της ειρήνης; Όλοι εύχονται την ειρήνη και το ζητούμενο είναι απλώς να βρούμε το μέσο για να φτάσουμε πιο εύκολα σε αυτήν; Ο πόλεμος του Κόλπου[1] έδειξε άλλη μια φορά ότι είναι πολλοί ανάμεσά μας αυτοί που, κάπου βαθιά μέσα τους, απολαμβάνουν τον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι η υποτροπή σε αυτό που αποκαλείται φυσική κατάσταση όπου, σύμφωνα με τον Χομπς, «ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο». Αυτή η περιγραφή είναι εύστοχη, αλλά είναι προσβλητική για τους λύκους, γιατί ούτε αυτοί ούτε άλλα ζώα του ίδιου είδους –με εξαίρεση ακριβώς τον άνθρωπο–δεν σκοτώνουν τα μεν τα δε. Πιστεύω ότι είναι δυνατό να κατανοήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό.
Τα άλλα ζώα δε γνωρίζουν την κοινωνικοποίηση. Η κοινωνικοποίηση προσφέρει στον άνθρωπο πολλά πλεονεκτήματα και απλοποιεί τη ζωή του, του προσφέρει την ασφάλεια και ίσως την κουλτούρα, αλλά συνεπάγεται επίσης, όπως έδειξε ο Φρόιντ, την αναγκαιότητα για τον άνθρωπο να απαρνηθεί την αγριότητα που μπορούμε να παρατηρήσουμε στα παιδιά, αγριότητα η οποία –για να το εκφράσουμε με έναν τρόπο όσο το δυνατό πιο ουδέτερο–αποτελεί ασφαλώς μέρος της ύπαρξής μας, πλάι στην κατάσταση της κοινωνικοποίησης και απωθείται από αυτήν. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε το ότι η κατάσταση που επιτρέπει ή ακόμη και επιτάσσει αυτό που απαγορεύεται πιο αυστηρά στην πολιτισμένη ζωή –το φόνο– διατηρεί στα μάτια μας μια θελκτική όψη. Όλοι μας έχουμε γνωρίσει, σε διαφορετικούς βαθμούς, αδικίες στη ζωή μας και το γεγονός του φόνου αποτελεί την πιο ικανοποιητική εκδίκηση. Γι’ αυτό οι πόλεμοι, ανεξάρτητα από την αξιολόγηση των στόχων τους, φαίνεται να έχουν για μας μια θετική συγκινησιακά πλευρά.
Υπάρχει και ένας δεύτερος παράγοντας, που δεν νομίζω ότι είναι τόσο καθολικός, αλλά που είναι και αυτός αρκετά διαδεδομένος. Θα τον αποκαλέσουμε παράγοντα του ανταγωνισμού ή «ποδοσφαιρικό παράγοντα». Πολλοί είναι αυτοί ανάμεσά μας οι οποίοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους λιγότερο ως πρόσωπα και περισσότερο ως μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας, ως πολίτες της Βαλένθια ή του Βερολίνου, ως Ισπανοί ή Γερμανοί. Δεν αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας απλώς ως τα μέλη μιας τέτοιας ομάδας, αλλά διαφοροποιούμαστε από άλλες ομάδες και οριζόμαστε σε σχέση με αυτές. Από τη στιγμή τώρα που αυτές οι ταυτίσεις δεν συνυπάρχουν ειρηνικά (πράγμα που θα ήταν εξίσου δυνατό), αλλά γίνονται αντιληπτές υπό το πρίσμα της υπεροχής ή της κατωτερότητας, η συναίσθηση της αξίας που έχει ένα πρόσωπο όταν η ομάδα του–για παράδειγμα το έθνος του– κερδίζει ενάντια σε μιαν άλλη, είτε σε ένα παιχνίδι όπως το ποδόσφαιρο είτε στις απεριόριστες συνθήκες του πολέμου, μεγαλώνει.
Αυτός ο δεύτερος συγκινησιακός παράγοντας, που αυξάνει τη διάθεσή μας να μπούμε σε πόλεμο, θα μπορούσε να περιοριστεί, αν οι άνθρωποι κατόρθωναν να επανερμηνεύσουν την ταυτότητά τους. Το κάνουν αυτό από τη στιγμή που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε πρώτο επίπεδο ως ανθρώπινες υπάρξεις και μόνο σε δεύτερο επίπεδο ως τα μέλη της μιας ή της άλλης ομάδας. Θα κατανοούσαν τότε την ιδιαίτερη ταυτότητά τους σα μέλη μιας ομάδας ως μια ταυτότητα που συνυπάρχει με εκείνη άλλων ομάδων αντί να αντιπαρατίθεται σε αυτές. Πώς κατορθώνει κανείς να φωτίσει έτσι την ταυτότητά του με την ανεκτικότητα; Πιθανόν εξομαλύνοντας τη συναίσθηση της δικής του αξίας, με άλλα λόγια όταν δεν κυριαρχείται πλέον από μνησικακία και επομένως όταν παύει να υποφέρει από ένα αίσθημα κατωτερότητας.
Πέραν τούτου, το συναίσθημα ότι δεν εκτιμούν την αξία σου ή ότι σε περιφρονούν δεν μπορεί να πάψει παρά στο βαθμό που παύει η αδικία στη δομή της κοινωνίας. Ο πρώτος λόγος που έχουμε να απολαμβάνουμε τον πόλεμο, αυτός που συνδέεται με την επιθυμία να επιστρέψουμε στη φυσική κατάσταση, θα μπορούσε και αυτός να ακυρωθεί αν καταργούνταν οι δομικές αδικίες της κοινωνίας μας. Πράγματι, αν η απόλαυση της αγριότητας οφείλεται κατά πρώτο λόγο στην ανάγκη μας για εκδίκηση και αν αυτή η ανάγκη προέρχεται από τις αδικίες που πιστεύουμε ότι έχουμε υποστεί, τότε μια κατάργηση των κοινωνικών αδικιών θα συνέβαλε στον περιορισμό της απόλαυσης που μας παρέχει η φυσική κατάσταση, θα μπορούσαμε συνεπώς να πούμε ότι, στο βαθμό που το πρόβλημα της ειρήνης έγκειται στην κλίση των ανθρώπων να απολαμβάνουν τον πόλεμο, η απάντηση στο ζήτημα της ειρήνης θα βασιζόταν στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Φυσικά το πρόβλημα της ειρήνης δεν συνδέεται μόνο με αυτήν την κλίση. Υπάρχουν ιδιαίτερα και δύο άλλες προϋποθέσεις. Η μια είναι η ιδεολογία στο όνομα της οποίας διεξάγεται ο πόλεμος. Εννοώ εδώ το λόγο που επικαλείται ένα κράτος για να μπει σε πόλεμο, λόγο ο οποίος σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις διαθέτει μια ηθική σημασία γι’ αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν. Στους προηγούμενους αιώνες ο λόγος που επικαλούνταν δεν ήταν υποχρεωτικά ηθικός, μπορούσε απλώς να συμπίπτει με το συλλογικό συμφέρον του έθνους. Αλλά, αν λογαριάσουμε την αυξανόμενη ωμότητα και τον ολοκληρωτισμό των πολέμων του αιώνα μας δεν είναι πλέον αποδεκτός ένας λόγος που δεν θα είναι ηθικός. Το γεγονός ότι οφείλουμε πάντα να έχουμε ένα ιδεολογικό λόγο για τον πόλεμο και ότι αυτός ο λόγος πρέπει στην εποχή μας να είναι ένας ηθικός λόγος είναι αξιοσημείωτο. Δείχνει πράγματι ότι τα δύο κίνητρα εξαιτίας των οποίων απολαμβάνουμε τον πόλεμο δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρά από μόνα τους, ώστε να επιτρέψουν το ξέσπασμα ενός πολέμου. Παρόλο που ένα μέρος της προσωπικότητάς τους σπρώχνει τους ανθρώπους να απολαμβάνουν την επιστροφή στη φυσική κατάσταση, η αποστροφή τους γι’ αυτή την κατάσταση είναι τόσο ισχυρή στα μάτια ενός άλλου μέρους της προσωπικότητάς τους, ώστε δεν θα ξεκινούσαν τον πόλεμο, αν δεν πίστευαν ότι έχουν έναν ηθικό λόγο για να τον κάνουν.
Όσο για το δεύτερο λόγο που δικαιολογεί το ξέσπασμα ενός πολέμου, αυτός προμηθεύεται προφανώς από τα συμφέροντα των ομάδων που βρίσκονται στην εξουσία, των στρατιωτικών ηγετών ενός κράτους, των βιομηχάνων, των κατασκευαστών όπλων ιδιαίτερα και φυσικά της πολιτικής τάξης που κυβερνάει. Σε όλα αυτά προστίθεται και αυτό που η κυβερνώσα πολιτική τάξη και ο ίδιος ο λαός θεωρούν ως εθνικά τους συμφέροντα. Πιστεύω συνεπώς ότι αυτοί οι τρεις παράγοντες πρέπει να συνενώνονται για να ξεσπάσει ένας πόλεμος, πρώτα μια ανθρώπινη διάθεση που υπάρχει πάντοτε, έπειτα η αληθινά αποτελεσματική αιτία, δηλαδή τα συμφέροντα αυτών που κατέχουν την κρατική εξουσία και τέλος το ιδεολογικό κίνητρο.
(«Γιατί ο πόλεμος»,  Έρνστ Τούγκενχατ, μετάφραση Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδ Εστίας, Αθήνα 2006, σελ.56-57)

Παρατηρήσεις:

Α. Να συντάξετε την περίληψη του κειμένου σε 150 λέξεις.     (25 Μονάδες)

Β1. «Το γεγονός ότι οφείλουμε πάντα να έχουμε ένα ιδεολογικό λόγο για τον πόλεμο και ότι αυτός ο λόγος πρέπει στην εποχή μας να είναι ένας ηθικός λόγος είναι αξιοσημείωτο»: Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο 100-120 λέξεων το περιεχόμενο του αποσπάσματος.                         (10 Μονάδες)

Β2.  Ποιοι είναι οι τρόποι και τα μέσα πειθούς στην 1η παράγραφο του κειμένου;                                                                                                  (5 Μονάδες)

Β3. Να μελετήσετε το κείμενο και κατόπιν να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα: α. Σε ποιο είδος κειμένου ανήκει το απόσπασμα που διαβάσατε;                                                                                               (5 Μονάδες)
β. Ποια είναι η δομή και οι τρόποι ανάπτυξης της 5ης παραγράφου του κειμένου;                                                                                                  (5 Μονάδες)

Β4. Να μελετήσετε το κείμενο και κατόπιν: α. Να παραθέσετε έναν μονολεκτικό συνώνυμο όρο για καθεμιά από τις λέξεις με έντονη γραφή, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έχουν στο κείμενο.          (5 Μονάδες)
β. Να γράψετε δύο σύνθετες λέξεις, μία από το πρώτο συνθετικό και μία από το δεύτερο συνθετικό της λέξης «μνησικακία».                     (5 Μονάδες)


Γ. «Κάτι αγνοούμε, κάπου παρανομούμε. Η ευθύνη της συμφοράς που βαραίνει τον κόσμο είναι δική μας. Δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που έγραφα για την «ιερή στατιστική» ενός παράξενου φίλου μου. Όλοι μας έπρεπε να την κάνουμε αυτή τη στατιστική: «Προσπαθώ να βρω, μου είπε την πρώτη φορά, πόσοι πάνω κάτω άνθρωποι σκοτωθήκανε σε τούτο τον πόλεμο». Φαίνεται πως θα βρήκε περίπου τον αριθμό, γιατί τη δεύτερη φορά που συναντηθήκαμε δεν τον απασχολούσαν οι σκοτωμένοι. «Οι ανάπηροι, μου λέει, είναι τόσοι σ’ όλο τον κόσμο. Μάζεψα λοιπόν τα κομμένα χέρια και τα κομμένα πόδια ολονών, τα ’βαλα κατά μήκος, το ένα κοντά στο άλλο κι έφτιαξα έναν πολύ μακρύ δρόμο. Ένα δρόμο που η χιλιομετρική του απόσταση θα ήταν δύσκολο να υπολογιστεί». Και την τρίτη φορά που τον ρώτησα, δεν είχε ξεφύγει ακόμα απ’ αυτό το πένθιμο θέμα του. «Με τα κόκαλα των νεκρών, μου λέει, φτιάχνει κανείς ένα γήλοφο. Με τόσα κόκαλα φτιάχνει ένα λόφο και με τόσα ένα βουνό… » Κι δεν είναι λίγες οι φορές που φτιάχνω με τη σκέψη μου από τότε αυτό το βουνό. Το βλέπω συχνά να λευκιάζει μπροστά στα μάτια μου με την κορφή του χαμένη στα σύννεφα. Βλέπω τον ήλιο να κατεβαίνει πίσω του. Πόσος χρόνος θα χρειαζόταν άραγε, για να εκφωνήσει κανείς τα ονόματα σαράντα εκατομμυρίων νεκρών; Λογαριάζω αυτό το απέραντο προσκλητήριο κι αμέσως σκέφτομαι να ρωτήσω: ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι κανείς δε φταίει γι΄ αυτό;» (Νικηφόρος Βρεττάκος, «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου»).
Πιστεύετε ότι η ευθύνη για τους πολέμους βαραίνει μόνο αυτούς που τους σχεδιάζουν και τους πραγματοποιούν ή μήπως υπάρχει ένα πλέγμα συλλογικής ευθύνης και ενοχής-ανοχής; Κατά πόσο ο καθένας μας μπορεί να προστατέψει την ειρήνη; Αναπτύξτε τις απόψεις σας σε ένα αποδεικτικό δοκίμιο 500-600 λέξεων, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ερωτήματα και το απόσπασμα του Νικηφόρου Βρεττάκου.                                                                                          (40 Μονάδες)




[1]  Πόλεμος του Κόλπου (1990-1991): πόλεμος συνασπισμού χωρών υπό την έγκριση του ΟΗΕ εναντίον του Ιράκ, ο στρατός του οποίου, κάτω από τις εντολές του Σαντάμ Χουσεΐν, είχε εισβάλει στο Κουβέιτ.