Ετυμολογικά Σχόλια
πάνυ- από το επίθετο
πάς. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: πανθεϊστής, πανίσχυρος, παντοτινός, πασιφανές
ἒλαθεν- από το ρήμα λανθάνω· σχηματίζει θέμα λα(ν)Θ-, και ληθ- (λησ-). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: λησμονιά,
αλήθεια, λάθος, λαθραίος, αλάθητος καταναλώσας-
από το ρήμα καταναλίσκω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: παρανάλωμα, υπερκατανάλωση
ἄλογα- από το στερητικό α- + λέγω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: λογοκλόπος, συλλογή, διαλέγω,
επίλογος, λογικός, αναντίλεκτος (= αναντίρρητος)
λοιπόν- από το ρήμα
λείπω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: υπόλοιπος, κατάλοιπα, έλλειψη, εγκατάλειψη
ἀκόσμητον- από το στερητικό α- + κοσμῶ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κόσμημα, διάκοσμος, κοσμιότητα
ἀνθρώπων- από το άνω + θρώσκω (= βλέπω) ή από το άνήρ (άνδρ-) + ώπός (ώψ = όψη,
θωριά, μάτι)
ἠπόρει- από το στερητικό α- + πόρος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: εύπορος, απορία, προσπορίζω
χρήσαιτο- το ρήμα χρώμαι
προέρχεται από το ουσιαστικό χρεία (= η χρήση, η χρησιμοποίηση). ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
άχρηστος, χρησιμότητα, κατάχρηση, εύχρηστος
έρχεται- ρήμα έρχομαι
σχηματίζει τα θέματα έρχ-, ει- (είμι), ήλθ- (ήλθον), ι-(ϊμεν). ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
απερχόμενος, προσιτός, ερχομός, έλευση, εισιτήριο
έπισκεψόμενος- από το από
το έπι+σκοπέω· σχηματίζει τα θέματα σκοπ- και σκεπ(ψ)-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: άσκοπος,
απερίσκεπτος, διάσκεψη, επισκέπτης
νομή- από το ρήμα
νέμω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διανομέας, κατανομή, απονομή, νομός
ὁρᾷ- το ρήμα ὁρώ σχηματίζει τα θέματα ορ- (όράω), ωρ- (έώρων), οψ- (ὀψομαι), ειδ- (εἶδον), ιδ- (ϊδω), οπ- (δπωπα). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: όραση, ενορατικός, αυτόπτης,
περίοπτος, είδωλο, ιδεατός
έμμελώς- από το ἐν+μέλος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: παραμελώ, επιμελητής, μέλημα
άνυπόδητον- από το ά + υπό + δέω.
ΟΜΟΡΡΙΖΑ: υποδήματα, δέσιμο, δένω, δεσμώτης
ἀστρωτόν- από το ά+στρώνννμι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατάστρωμα, επίστρωση, οδοστρωτήρας
έχοντα- το ρήμα έχω
σχηματίζει τα θέματα εχ- και σχ- (έσχον). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατοχή, παροχή, κατάσχεση,
υπόσχεση, ανεκτικός, εχεμύθεια, εχέφρων
δεῖ- από το ρήμα δέω
(= έχω ανάγκη, στερούμαι). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δέον, δεοντολογία
έξιέναι- βλ. παραπάνω
έρχεται
σωτηρίαν- από το ρήμα
σώζω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διάσωση, σωτήριος, σωστικός εύροι- από το ρήμα ευρίσκω.
ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ανεύρεση, εύρετρα, εύρημα
κλέπτει- το ρήμα κλέπτω σχηματίζει τα
θέματα κλεπ- (κλέπτω), κλοπ- (κλοπή), κλαπ- (έκλάπην). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: λογοκλόπος,
κλοπιμαία, κλεπταποδόχος
ἒντεχνον- ἐν + τέχνη < τεχνάομαι -ῶμαι.
ΟΜΟΡΡΙΖΑ: φιλότεχνος, καλλιτέχνης, τεχνοτροπία, τέχνασμα
ἀμήχανον- από το στερητικό α- + μηχανή < μηχανόομαι -ῶμαι.
ΟΜΟΡΡΙΖΑ: βιομήχανος, μηχανεύομαι, πολυμήχανος, μηχάνημα
κτητήν- από το ρήμα
κτάομαι -ῶμαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: απόκτηση,
κατακτητής, κτήτορας, κτήμα χρησίμην- από το ρήμα χρήομαι -ῶμαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: άχρηστος, εύχρηστος, χρησιμοποιώ,
κατάχρηση
βίον- από το ρήμα βιόω
-ῶ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: βιότοπος, βιολογία, υδρόβιος, αιωνόβιος,
συμβίωση
άκρόπολις -από το
άκρος + πόλις. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: συμπολίτης, πολίτευμα, αντιπολίτευση, πολιτεία.
οἶκημα- από το ρήμα οἰκέω -ῶ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
κάτοικος, αποικία, οικότροφος, οικοσύστημα, οικοδεσπότης
ἐνεχώρει- από το ἐν+χωρῶ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
συγχώρεση, παραχωρώ, υποχώρηση, προχωρημένος
φυλακαί- από το ρήμα
φυλάττω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προφύλαξη, αστυφύλακας, ακτοφυλακή, επιφυλακτικότητα
φοβεραί- από το φόβος +
-ερός (παραγωγική κατάληξη). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: επίφοβος, φόβητρο, φοβισμένος.
έφιλοτεχνείτην- από το
φίλος + τέχνη. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: φιλοπόλεμος, συμφιλίωση, φιλόπονος, φιλόπατρις και
κακοτεχνία, συντεχνία, τεχνοκράτης, τεχνοτροπία
ἒμπυρος- από το ἐν + πυρ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
πυροσβέστης, απυρόβλητο, πυρπόληση, πυροτέχνημα.
δίδωσιν- το ρήμα δίδωμι σχηματίζει
το ισχυρό θέμα δω- (δῶρον) και το
ασθενές θέμα δο- (δόσις). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: παράδοση, προδότης, δοτός, δοσοληψία
λέγεται- το ρήμα λέγομαι
σχηματίζει θέματα λέγ(ξ)-> λογ-, ειπ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διάλογος, λογότυπο,
διάλεξη, λεκτικός, έπος, ανείπωτος
δίκη- από το ρήμα
δικάζω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δικαστήριο, αντίδικος, δικαιοδοσία, δικολάβος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου