Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

ΓΝΩΣΤΟ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ 3Η ΕΝΟΤΗΤΑ

Ετυμολογικά Σχόλια
πάνυ- από το επίθετο πάς. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: πανθεϊστής, πανίσχυρος, παντοτινός, πασιφανές
λαθεν- από το ρήμα λανθάνω· σχηματίζει θέμα λα(ν)Θ-, και ληθ- (λησ-). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: λησμονιά, αλήθεια, λάθος, λαθραίος, αλάθητος καταναλώσας- από το ρήμα καταναλίσκω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: παρανάλωμα, υπερκατανάλωση
λογα- από το στερητικό α- + λέγω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: λογοκλόπος, συλλογή, διαλέγω, επίλογος, λογικός, αναντίλεκτος (= αναντίρρητος)
λοιπόν- από το ρήμα λείπω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: υπόλοιπος, κατάλοιπα, έλλειψη, εγκατάλειψη
κόσμητον- από το στερητικό α- + κοσμ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κόσμημα, διάκοσμος, κοσμιότητα
νθρώπων- από το άνω + θρώσκω (= βλέπω) ή από το άνήρ (άνδρ-) + ώπός (ώψ = όψη, θωριά, μάτι)
πόρει- από το στερητικό α- + πόρος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: εύπορος, απορία, προσπορίζω
χρήσαιτο- το ρήμα χρώμαι προέρχεται από το ουσιαστικό χρεία (= η χρήση, η χρησιμοποίηση). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: άχρηστος, χρησιμότητα, κατάχρηση, εύχρηστος
έρχεται- ρήμα έρχομαι σχηματίζει τα θέματα έρχ-, ει- (είμι), ήλθ- (ήλθον), ι-(ϊμεν). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: απερχόμενος, προσιτός, ερχομός, έλευση, εισιτήριο
έπισκεψόμενος- από το από το έπι+σκοπέω· σχηματίζει τα θέματα σκοπ- και σκεπ(ψ)-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: άσκοπος, απερίσκεπτος, διάσκεψη, επισκέπτης
νομή- από το ρήμα νέμω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διανομέας, κατανομή, απονομή, νομός
ρ- το ρήμα ρώ σχηματίζει τα θέματα ορ- (όράω), ωρ- (έώρων), οψ- (ψομαι), ειδ- (εδον), ιδ- (ϊδω), οπ- (δπωπα). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: όραση, ενορατικός, αυτόπτης, περίοπτος, είδωλο, ιδεατός
έμμελώς- από το ν+μέλος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: παραμελώ, επιμελητής, μέλημα
 άνυπόδητον- από το ά + υπό + δέω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: υποδήματα, δέσιμο, δένω, δεσμώτης
στρωτόν- από το ά+στρώνννμι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατάστρωμα, επίστρωση, οδοστρωτήρας
έχοντα- το ρήμα έχω σχηματίζει τα θέματα εχ- και σχ- (έσχον). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατοχή, παροχή, κατάσχεση, υπόσχεση, ανεκτικός, εχεμύθεια, εχέφρων
δε- από το ρήμα δέω (= έχω ανάγκη, στερούμαι). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δέον, δεοντολογία
έξιέναι- βλ. παραπάνω έρχεται
σωτηρίαν- από το ρήμα σώζω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διάσωση, σωτήριος, σωστικός εύροι- από το ρήμα ευρίσκω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ανεύρεση, εύρετρα, εύρημα
 κλέπτει- το ρήμα κλέπτω σχηματίζει τα θέματα κλεπ- (κλέπτω), κλοπ- (κλοπή), κλαπ- (έκλάπην). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: λογοκλόπος, κλοπιμαία, κλεπταποδόχος
ντεχνον- ν + τέχνη < τεχνάομαι -μαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: φιλότεχνος, καλλιτέχνης, τεχνοτροπία, τέχνασμα
μήχανον- από το στερητικό α- + μηχανή < μηχανόομαι -μαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: βιομήχανος, μηχανεύομαι, πολυμήχανος, μηχάνημα
κτητήν- από το ρήμα κτάομαι -μαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: απόκτηση, κατακτητής, κτήτορας, κτήμα χρησίμην- από το ρήμα χρήομαι -μαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: άχρηστος, εύχρηστος, χρησιμοποιώ, κατάχρηση
βίον- από το ρήμα βιόω -. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: βιότοπος, βιολογία, υδρόβιος, αιωνόβιος, συμβίωση
άκρόπολις -από το άκρος + πόλις. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: συμπολίτης, πολίτευμα, αντιπολίτευση, πολιτεία.
οκημα- από το ρήμα οκέω -. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κάτοικος, αποικία, οικότροφος, οικοσύστημα, οικοδεσπότης
νεχώρει- από το ν+χωρ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: συγχώρεση, παραχωρώ, υποχώρηση, προχωρημένος
φυλακαί- από το ρήμα φυλάττω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προφύλαξη, αστυφύλακας, ακτοφυλακή, επιφυλακτικότητα
φοβεραί- από το φόβος + -ερός (παραγωγική κατάληξη). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: επίφοβος, φόβητρο, φοβισμένος.
έφιλοτεχνείτην- από το φίλος + τέχνη. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: φιλοπόλεμος, συμφιλίωση, φιλόπονος, φιλόπατρις και κακοτεχνία, συντεχνία, τεχνοκράτης, τεχνοτροπία
μπυρος- από το ν + πυρ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: πυροσβέστης, απυρόβλητο, πυρπόληση, πυροτέχνημα.
δίδωσιν- το ρήμα δίδωμι σχηματίζει το ισχυρό θέμα δω- (δρον) και το ασθενές θέμα δο- (δόσις). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: παράδοση, προδότης, δοτός, δοσοληψία
λέγεται- το ρήμα λέγομαι σχηματίζει θέματα λέγ(ξ)-> λογ-, ειπ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διάλογος, λογότυπο, διάλεξη, λεκτικός, έπος, ανείπωτος
δίκη- από το ρήμα δικάζω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δικαστήριο, αντίδικος, δικαιοδοσία, δικολάβος




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου