Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

ΓΝΩΣΤΟ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ-2Η ΕΝΟΤΗΤΑ-ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

Ετυμολογικά
ν<εἰμί: ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ουσία (συν-, απ-,εξ), όντως, ουσιώδης, ουσιαστικός, εσθλός(αβέβαιη ρίζα), ετυμολογία, ετυμηγορία, περιούσιος.
Θνητά<θνήσκω (= πεθαίνω): ΟΜΟΡΡΙΖΑ: θνησιγενής, θνησιμότητα, θνητότητα γένη - από το θέμα γεν- του ρήματος γίγνομαι, γένεση, γενέθλιος, αγέννητος, γηγενής.
είμαρμένος- μετοχή του παρακειμένου εμαρται του ρήματος μείρομαι που σχηματίζει το θέμα μερ-: μερίδιο, μέρος, μόριο, μοίρα, μοιραίος, άμοιρος, μορος (= μοίρα).
τυποσιν- από το ουσιαστικό τύπος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: τυπώνω, εκτύπωση, εντύπωση.
γ- από τον ασυναίρετο τύπο γέα. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: γήινος, γηγενής, γήπεδο, γήλοφος και γεωργός, γεωγραφία, γεωδοσία (από τον ασυναίρετο τύπο).
Μείξαντες- από το θέμα μειγ- του ρήματος μείγννμί (το άλλο θέμα είναι μιγ-). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: μεικτός, ανάμειξη και μιγάς, αμιγής (από το θέμα μιγ).
κεράννυται σχηματίζει τα θέματα κερα(σ)- και κρα- (έκράσθην). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κερνώ, κέρασμα και κράμα, κράση.
Φς: ΟΜΟΡΡΙΖΑ ολοφώτεινος, ξέφωτο, Διαφωτισμός, φωτοσύνθεση.
προσέταξαν- από το προς + τάττω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προσταγή, διαταγή, κατάταξη, παράταξη, τακτική, σύνταγμα, ταγός.
κοσμσαι- από το ουσιαστικό κόσμος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κόσμημα, διακόσμηση, κοσμιότητα, κοσμοκράτορας, εγκόσμιος.
νεμαι - το ρήμα νέμω σχηματίζει τα θέματα νεμ-> νειμ- και νομ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διανέμω, νέμεση, κατανομή, νομός, παράνομος, νομικός, άνομος,διανομέας.
παραιτομαι - από το παρά + ατομαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: απαίτηση, επαίτης, παραίτηση.
έπίσκεψαι- από το επί + σκοπέομαι -οϋμαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: άσκοπος, σκοπιμότητα, ανασκόπηση (από το θέμα σκοπ-), σκέπτομαι, περίσκεψη, συνδιάσκεψη (από το θέμα σκεπ-).
πείσας- το ρήμα πείθω σχηματίζει τα θέματα πει- (πείθω) πι- (έπιθόμην), ποι- (πέποιθα). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: πειθώ, πειστικός, πειθαναγκάζω, πίστη, εμπιστοσύνη, διαπίστωση, πεποίθηση.
προσπτεν- από το προς + άπτω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αναπτήρας, αψιμαχία, σύναψη, απτός. ασθενέστερους από το στερητικό ά- + σθένος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ασθενής, φιλάσθενος, σθεναρός, εξασθένιση.
διδούς - το ρήμα δίδωμι σχηματίζει τα θέματα δω- (δίδωμι), δο- (έδομεν). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: παράδοση, προδοσία, αντίδοτο, επιδότηση, αντίδοτο, δώρο
Φύσις- από το ρήμα φύω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: φυτό, έμφυτος, κατάφυτος, φυτοφάρμακο, φυτρώνω. σωτηρίαν- από το ρήμα σζω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: σωτήριος, σώος, σωστός, σωσίβιο.
μπισχεν- από το άμφί + χω ή από το άμφί + σχω.
Φυγήν- από το ρήμα φεύγω· σχηματίζει τα θέματα φυγ- (έφυγον) και φευ-(φεύγω). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διαφυγή, φυγόδικος, πρόσφυγας και φευγαλέος, αποφευκταίος.
κατάγειος- από το κατά + γη.
Ηΰξε- το ρήμα αΰξω ή αυξάνω σχηματίζει το θέμα αύγ- (πρβλ. augeo λατινικά). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αύξηση, προσαύξηση, αυξομείωση.
πανισν- από το επί + ανά + σόω -. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: εξίσωση, ισότητα, ισομέρεια, ανισομερής. ελάβειαν- από το ε + λαμβάνω· σχηματίζει θέματα λαβ-, ληψ- και λημ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προσλαμβάνω, κατάληψη, κατειλημμένος, λαβή, σύλληψη, αντίληψη, δοσοληψία.
ϊστωθείη- από το στερητικό ά + ιστ- (θέμα από το δεν < όράω -).
πήρκεσε-: από το πί + άρκέω -. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αυτάρκεια, διάρκεια, ανεπαρκής, αρκετός. εμάρειαν- από το ε + μαρής < μάρη (= χέρι).
μφιεννύς- από το άμφι + ννυμι (= ντύνομαι). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αμφίεση, μεταμφιεσμένος, άμφια.
πήρκεσε- από το πί + άρκέω -ω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αυτάρκεια, διάρκεια, ανεπαρκής, αρκετός.
εμάρειαν- από το ε + μαρής < μάρη (= χέρι).
χειμνα- από το ουσιαστικό χεἶμα (= χειμώνας). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: χειμερία (νάρκη), ξεχειμωνιάζω, χειμερινός.
καύματα- από το ρήμα καίω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: καύση, καυστικός, έγκαυμα, καυτηριάζω.
οσιν- το ρήμα ρχομαι σχηματίζει τα θέματα: ερχ-, ελ-, /-, ηλ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προσιτός, εισιτήριο, ερχομός, έλευση, προσηλυτίζω, επερχόμενος.
στρωμνή- από το ρήμα στρώννυμι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατάστρωμα, οδοστρωτήρας, επίστρωση.
ατοφυής- από το ατός + φυής < φύω (βλ. παραπάνω φύσις). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ευφυής, αφυής (= ο ανόητος).
ποδν- από το πό + δέω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δένω, δεσμά, δέσιμο, σύνδεσμος, δεσμοφύλακας.
ναίμοις- από το στερητικό -+αμα. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αιμοδότης, αναίμακτος, αφαίμαξη.
τροφάς- από το ρήμα τρέφω· σχηματίζει τα θέματα τροφ- και τρεφ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διατροφή, τρόφιμος, εκτροφείο, σύντροφος.
ξεπόριζεν- από το κ + πορίζω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: βιοπορισμός, εμπορεύομαι, πόρισμα.
βοράν- από το ρήμα βιβρώσκω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: σαρκοβόρος, χρονοβόρος λιγονίαν- από το λίγος + γόνος (βλ. παραπάνω γένη).
το ρήμα αναλίσκω σχηματίζει τα θέματα αν-, άλ- (από το ανά + Fαλ·). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατανάλωση, καταναλωτής, παρανάλωμα, αναλώσιμα.

γειν:ΟΜΟΡΡΙΖΑ:αγώνας,αγωγή(ανα,δι,προς,εις,συν,εξ,προ,κατ,μετ,παρ,επ,απ,υπ),αγωγός,παιδαγωγός,ανάγωγος,άγημα,αγέλη,άξονας,εισακτέος,παρείσακτος, σύναξη, παρθεναγωγείο, υδραγωγείο, λοχαγός, ξεναγός, στρατηγός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου