Ετυμολογικά
Ἦν<εἰμί: ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ουσία (συν-, απ-,εξ),
όντως, ουσιώδης, ουσιαστικός, εσθλός(αβέβαιη ρίζα), ετυμολογία, ετυμηγορία,
περιούσιος.
Θνητά<θνήσκω (=
πεθαίνω): ΟΜΟΡΡΙΖΑ: θνησιγενής, θνησιμότητα, θνητότητα γένη - από
το θέμα γεν- του ρήματος γίγνομαι, γένεση, γενέθλιος, αγέννητος, γηγενής.
είμαρμένος- μετοχή του
παρακειμένου εἶμαρται του ρήματος μείρομαι
που σχηματίζει το θέμα μερ-: μερίδιο, μέρος, μόριο, μοίρα, μοιραίος, άμοιρος,
μορος (= μοίρα).
τυποῦσιν- από το
ουσιαστικό τύπος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: τυπώνω, εκτύπωση, εντύπωση.
γῇ- από τον
ασυναίρετο τύπο γέα. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: γήινος, γηγενής, γήπεδο, γήλοφος και γεωργός,
γεωγραφία, γεωδοσία (από τον ασυναίρετο τύπο).
Μείξαντες- από το θέμα
μειγ- του ρήματος μείγννμί (το άλλο θέμα είναι μιγ-). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: μεικτός,
ανάμειξη και μιγάς, αμιγής (από το θέμα μιγ).
κεράννυται σχηματίζει
τα θέματα κερα(σ)- και κρα- (έκράσθην). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κερνώ, κέρασμα και κράμα, κράση.
Φῶς: ΟΜΟΡΡΙΖΑ ολοφώτεινος, ξέφωτο, Διαφωτισμός, φωτοσύνθεση.
προσέταξαν- από το προς
+ τάττω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προσταγή, διαταγή, κατάταξη, παράταξη, τακτική, σύνταγμα,
ταγός.
κοσμῆσαι- από το ουσιαστικό κόσμος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κόσμημα, διακόσμηση, κοσμιότητα, κοσμοκράτορας,
εγκόσμιος.
νεῖμαι - το ρήμα νέμω
σχηματίζει τα θέματα νεμ-> νειμ- και νομ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διανέμω, νέμεση,
κατανομή, νομός, παράνομος, νομικός, άνομος,διανομέας.
παραιτοῡμαι - από το παρά + αἰτοῡμαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: απαίτηση, επαίτης, παραίτηση.
έπίσκεψαι- από το επί
+ σκοπέομαι -οϋμαι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: άσκοπος, σκοπιμότητα, ανασκόπηση (από το θέμα
σκοπ-), σκέπτομαι, περίσκεψη, συνδιάσκεψη (από το θέμα σκεπ-).
πείσας- το ρήμα πείθω
σχηματίζει τα θέματα πει- (πείθω) πι- (έπιθόμην), ποι- (πέποιθα). ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
πειθώ, πειστικός, πειθαναγκάζω, πίστη, εμπιστοσύνη, διαπίστωση, πεποίθηση.
προσῆπτεν- από το προς +
άπτω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αναπτήρας, αψιμαχία, σύναψη, απτός. ασθενέστερους από το
στερητικό ά- + σθένος. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: ασθενής, φιλάσθενος, σθεναρός, εξασθένιση.
διδούς - το ρήμα δίδωμι
σχηματίζει τα θέματα δω- (δίδωμι), δο- (έδομεν). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: παράδοση, προδοσία,
αντίδοτο, επιδότηση, αντίδοτο, δώρο
Φύσις- από το ρήμα φύω.
ΟΜΟΡΡΙΖΑ: φυτό, έμφυτος, κατάφυτος, φυτοφάρμακο, φυτρώνω. σωτηρίαν- από το ρήμα
σῴζω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: σωτήριος, σώος, σωστός, σωσίβιο.
ἢμπισχεν- από το άμφί + ἔχω ή από το άμφί + Ἴσχω.
Φυγήν- από το ρήμα
φεύγω· σχηματίζει τα θέματα φυγ- (έφυγον) και φευ-(φεύγω). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διαφυγή,
φυγόδικος, πρόσφυγας και φευγαλέος, αποφευκταίος.
κατάγειος- από το κατά
+ γη.
Ηΰξε- το ρήμα αΰξω ή
αυξάνω σχηματίζει το θέμα αύγ- (πρβλ. augeo λατινικά). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αύξηση, προσαύξηση, αυξομείωση.
ἐπανισῶν- από το επί + ανά
+ ἰσόω -ῶ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: εξίσωση, ισότητα, ισομέρεια, ανισομερής. εὐλάβειαν- από το εὐ + λαμβάνω· σχηματίζει θέματα λαβ-, ληψ- και λημ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προσλαμβάνω,
κατάληψη, κατειλημμένος, λαβή, σύλληψη, αντίληψη, δοσοληψία.
ἀϊστωθείη- από το στερητικό ά + ιστ- (θέμα από το ἰδεῖν < όράω -ῶ).
ἐπήρκεσε-: από το ἐπί + άρκέω -ῶ. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
αυτάρκεια, διάρκεια, ανεπαρκής, αρκετός. εὐμάρειαν- από το εὐ + μαρής < μάρη (= χέρι).
ἀμφιεννύς- από το άμφι + ἔννυμι (= ντύνομαι). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: αμφίεση, μεταμφιεσμένος,
άμφια.
ἐπήρκεσε- από το ἐπί + άρκέω -ω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
αυτάρκεια, διάρκεια, ανεπαρκής, αρκετός.
εὐμάρειαν- από το εὐ + μαρής < μάρη (= χέρι).
χειμῶνα- από το
ουσιαστικό χεἶμα (= χειμώνας). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: χειμερία (νάρκη), ξεχειμωνιάζω,
χειμερινός.
καύματα- από το ρήμα
καίω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: καύση, καυστικός, έγκαυμα, καυτηριάζω.
ἰοῦσιν- το ρήμα ἔρχομαι
σχηματίζει τα θέματα: ερχ-, ελ-, /-, ηλ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: προσιτός, εισιτήριο,
ερχομός, έλευση, προσηλυτίζω, επερχόμενος.
στρωμνή- από το ρήμα
στρώννυμι. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατάστρωμα, οδοστρωτήρας, επίστρωση.
αὐτοφυής- από το αὐτός + φυής < φύω (βλ. παραπάνω φύσις). ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
ευφυής, αφυής (= ο ανόητος).
ὑποδῶν- από το ὑπό + δέω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: δένω, δεσμά, δέσιμο, σύνδεσμος,
δεσμοφύλακας.
ἀναίμοις- από το στερητικό ἀ-+αἴμα. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
αιμοδότης, αναίμακτος, αφαίμαξη.
τροφάς- από το ρήμα
τρέφω· σχηματίζει τα θέματα τροφ- και τρεφ-. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: διατροφή, τρόφιμος,
εκτροφείο, σύντροφος.
ἐξεπόριζεν- από το ἐκ + πορίζω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ:
βιοπορισμός, εμπορεύομαι, πόρισμα.
βοράν- από το ρήμα
βιβρώσκω. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: σαρκοβόρος, χρονοβόρος ὀλιγονίαν- από το ὀλίγος + γόνος (βλ. παραπάνω γένη).
το ρήμα αναλίσκω
σχηματίζει τα θέματα αν-, άλ- (από το ανά + Fαλ·). ΟΜΟΡΡΙΖΑ: κατανάλωση, καταναλωτής, παρανάλωμα,
αναλώσιμα.
Ἂγειν:ΟΜΟΡΡΙΖΑ:αγώνας,αγωγή(ανα,δι,προς,εις,συν,εξ,προ,κατ,μετ,παρ,επ,απ,υπ),αγωγός,παιδαγωγός,ανάγωγος,άγημα,αγέλη,άξονας,εισακτέος,παρείσακτος,
σύναξη, παρθεναγωγείο, υδραγωγείο, λοχαγός, ξεναγός, στρατηγός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου